3,274,831
edits
(45) |
mNo edit summary |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=φλυαρῶ, -έω, ΝΑ, και ιων. τ. φλυηρῶ Α<br />λέω [[πολλά]] και περιττά, λέω φλυαρίες, [[είμαι]] [[φλύαρος]], [[είμαι]] [[πολυλογάς]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[συζητώ]] ασήμαντα πράγματα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>(μτβ.)</b> [[ξεστομίζω]] πολλές ανοησίες εις [[βάρος]] ενός ατόμου<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[ενεργώ]] με ανόητο τρόπο<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> <i> | |mltxt=φλυαρῶ, -έω, ΝΑ, και ιων. τ. φλυηρῶ Α<br />λέω [[πολλά]] και περιττά, λέω φλυαρίες, [[είμαι]] [[φλύαρος]], [[είμαι]] [[πολυλογάς]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[συζητώ]] ασήμαντα πράγματα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>(μτβ.)</b> [[ξεστομίζω]] πολλές ανοησίες εις [[βάρος]] ενός ατόμου<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[ενεργώ]] με ανόητο τρόπο<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> <i>φλυαροῦμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />εμπαίζομαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για μετονοματικό παρ. της λ. [[φλύαρος]] (Ι). Έχει διατυπωθεί, [[ωστόσο]], και η [[άποψη]] ότι το ρ. <i>φλυαρῶ</i> έχει προέλθει απευθείας από το ρ. [[φλύω]] με κάποια δυσερμήνευτη εκφραστική [[παρέκταση]] (<b>βλ. λ.</b> [[φλύαρος]][II]). Το -<i>η</i>- του τ. <i>φλυηρῶ</i>, [[αντί]] του μακρού -<i>ᾱ</i>-, που έχει διατηρηθεί σε όλους τους τ. της οικογένειας αυτής, οφείλεται πιθ. σε μια [[γενίκευση]] της τάσης της Ιωνικής να αντικαθιστά το -<i>α</i>- με -<i>η</i>-]. | ||
}} | }} |