ὑλομανής: Difference between revisions

42
(6_7)
(42)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑλομᾰνής''': -ές, ([[μαίνομαι]]) ὁ ταῖς ὕλαις χαίρων, μανιωδῶς ἀγαπῶν τὰ δάση, Ἡσύχ. πρβλ. [[φυλλομανέω]].
|lstext='''ὑλομᾰνής''': -ές, ([[μαίνομαι]]) ὁ ταῖς ὕλαις χαίρων, μανιωδῶς ἀγαπῶν τὰ δάση, Ἡσύχ. πρβλ. [[φυλλομανέω]].
}}
{{grml
|mltxt=-ές, Α<br /><b>1.</b> αυτός που αγαπά υπερβολικά τα δάση<br /><b>2.</b> (για [[φυτό]]) αυτός που βγάζει πολλούς βλαστούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὕλη</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>μανής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μαίνομαι]]), <b>πρβλ.</b> <i>οἰνο</i>-<i>μανής</i>].
}}
}}