τριοττίς: Difference between revisions

42
(6_12)
(42)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''τριοττίς''': -ίδος, ἡ, [[κυρίως]] [[τριόφθαλμος]], [[ὄνομα]] πόρπης ἢ κοσμήματος (πρβλ. [[τρίγληνος]]), Εὐστ. 976, 36, Ἀρκάδ.· ὑποκορ. τριόττιον, τό, Εὐστ. [[αὐτόθι]]· - [[ὡσαύτως]] μνημονεύεται ὁ [[τύπος]] τριόττης, ὁ, παρὰ Φώτ. καὶ τῷ Ἐτυμ. Μεγ.· καὶ τριοπὶς παρὰ [[Πολυδ]]. Ε΄, 98. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[τριοπίς]]· [[τριόφθαλμος]]. [[ἔνιοι]] [[ζῷον]] ὅμοιον ἀκρίδι. καὶ περιτραχήλιον [[τρεῖς]] ἔχον ὀφθαλμοὺς [[ὑαλοῦς]]».
|lstext='''τριοττίς''': -ίδος, ἡ, [[κυρίως]] [[τριόφθαλμος]], [[ὄνομα]] πόρπης ἢ κοσμήματος (πρβλ. [[τρίγληνος]]), Εὐστ. 976, 36, Ἀρκάδ.· ὑποκορ. τριόττιον, τό, Εὐστ. [[αὐτόθι]]· - [[ὡσαύτως]] μνημονεύεται ὁ [[τύπος]] τριόττης, ὁ, παρὰ Φώτ. καὶ τῷ Ἐτυμ. Μεγ.· καὶ τριοπὶς παρὰ [[Πολυδ]]. Ε΄, 98. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[τριοπίς]]· [[τριόφθαλμος]]. [[ἔνιοι]] [[ζῷον]] ὅμοιον ἀκρίδι. καὶ περιτραχήλιον [[τρεῖς]] ἔχον ὀφθαλμοὺς [[ὑαλοῦς]]».
}}
{{grml
|mltxt=-[[ίδος]] ή Μ<br />περιτραχήλι ή [[σκουλαρίκι]] με [[τρεις]] οπές ή με [[τρεις]] πολύτιμους λίθους σε [[σχήμα]] οφθαλμού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ὄσσε]], <i>τώ</i> «τα δυο μάτια» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ίς</i>, -[[ίδος]] (<b>πρβλ.</b> [[ψηφίς]]). Ο τ. εμφανίζει τα χαρακτηριστικά στην αττ. -<i>ττ</i>- [[αντί]] τών -<i>σσ</i>- (<b>πρβλ.</b> [[πλήσσω]]: [[πλήττω]])].
}}
}}