ὑπερώνυμος: Difference between revisions

43
(6_17)
(43)
 
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπερώνῠμος''': -ον, ὁ [[ὑπὲρ]] πᾶν [[ὄνομα]], [[ἀνέκφραστος]], Διονύσ. Ἀρεοπ. περὶ Θείων Ὀνομάτ. 7, σ. 385.
|lstext='''ὑπερώνῠμος''': -ον, ὁ [[ὑπὲρ]] πᾶν [[ὄνομα]], [[ἀνέκφραστος]], Διονύσ. Ἀρεοπ. περὶ Θείων Ὀνομάτ. 7, σ. 385.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, ΜΑ<br />αυτός που βρίσκεται τόσο [[ψηλά]], ώστε δεν μπορεί να του δοθεί όνομα, αυτός που [[είναι]] [[υπέρτερος]] [[κάθε]] ονομασίας, [[ανέκφραστος]] («[[ἀγαθότης]] [[ὑπερώνυμος]]», Διον. Αρεοπ.)<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που έχει ξακουστό όνομα, [[περιώνυμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπερ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ώνυμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὄνυμα]], αιολ. τ. του [[ὄνομα]]), <b>πρβλ.</b> <i>ἐπ</i>-<i>ώνυμος</i>. Το -<i>ω</i>- του τ. οφείλεται σε [[έκταση]] λόγω συνθέσεως].
}}
}}