σφράγισμα: Difference between revisions

40
(Bailly1_5)
(40)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />empreinte d’un sceau.<br />'''Étymologie:''' [[σφραγίζω]].
|btext=ατος (τό) :<br />empreinte d’un sceau.<br />'''Étymologie:''' [[σφραγίζω]].
}}
{{grml
|mltxt=το, ΝΑ [[σφραγίζω]]<br /><b>1.</b> το [[αποτέλεσμα]] του [[σφραγίζω]], το [[σήμα]] που αποτυπώνεται με την [[επίθεση]] σφραγίδας<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) ερμητικό [[κλείσιμο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] του [[σφραγίζω]], [[σφράγιση]]<br /><b>2.</b> <b>ιατρ.</b> α) [[απόφραξη]] οπής ή κοιλότητας τερηδονισμένου δοντιού με ειδικό [[αμάλγαμα]]<br />β) (<b>κατ' επέκτ.</b>) το υλικό που χρησιμοποιείται στην [[παραπάνω]] [[επέμβαση]], [[βούλλωμα]]<br /><b>3.</b> [[κλείσιμο]] καταστήματος από το [[κράτος]].
}}
}}