φρικτοβόας: Difference between revisions

45
(6_19)
 
(45)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''φρικτοβόας''': -ου, ὁ, ὁ φρικτῶς βοῶν, φωνάζων, Θεοδ. Προδρ. Ἐπ. 14.
|lstext='''φρικτοβόας''': -ου, ὁ, ὁ φρικτῶς βοῶν, φωνάζων, Θεοδ. Προδρ. Ἐπ. 14.
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, Μ<br />αυτός που φωνάζει τρομερά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φρικτός]] <span style="color: red;">+</span> -[[βόας]] (<span style="color: red;"><</span> <i>βοή</i>), <b>πρβλ.</b> <i>μεγαλο</i>-[[βόας]], <i>στερεο</i>-[[βόας]]].
}}
}}