φεύξιμος: Difference between revisions

44
(Bailly1_5)
(44)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><i>c.</i> [[φύξιμος]].
|btext=ος, ον :<br /><i>c.</i> [[φύξιμος]].
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α [[φεῡξις]]<br /><b>1.</b> αυτός που μπορεί να διαφύγει κάποιον ή [[κάτι]], [[φύξιμος]] («δούλῳ φευξίμῳ [[βωμός]]», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[φευκτός]]».
}}
}}