σχεδόν: Difference between revisions

2,996 bytes added ,  29 September 2017
40
(T22)
(40)
Line 30: Line 30:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=([[ἔχω]] ([[σχεῖν]]), adverb, from [[Homer]] [[down]];<br /><b class="num">1.</b> [[near]], [[hard]] by.<br /><b class="num">2.</b> from [[Sophocles]] [[down]] (of [[degree]], i. e.) [[well-nigh]], [[nearly]], [[almost]]; so in the N. T. [[three]] times [[before]] [[πᾶς]]: Winer s Grammar, 554 (515) n.; (R. V. I [[may]] [[almost]] [[say]])); (3 Maccabees 5:14).
|txtha=([[ἔχω]] ([[σχεῖν]]), adverb, from [[Homer]] [[down]];<br /><b class="num">1.</b> [[near]], [[hard]] by.<br /><b class="num">2.</b> from [[Sophocles]] [[down]] (of [[degree]], i. e.) [[well-nigh]], [[nearly]], [[almost]]; so in the N. T. [[three]] times [[before]] [[πᾶς]]: Winer s Grammar, 554 (515) n.; (R. V. I [[may]] [[almost]] [[say]])); (3 Maccabees 5:14).
}}
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ<br /><b>επίρρ.</b> [[κατά]] [[προσέγγιση]], [[πάνω]] [[κάτω]], [[περίπου]] (α. «[[είμαι]] [[σχεδόν]] έτοιμη» β. «[[πάντα]] τὰ πράγματα τοῑς Ἀθηναίοις σχεδὸν ὑπῆρχε», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (στο [[έπος]] και στη λυρική [[ποίηση]]) (με τοπ. σημ. και συν. με δοτ.) πολύ [[κοντά]] («νῆσοι... ναιετάουσι [[μάλα]] σχεδὸν ἀλλήλῃσιν», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> (με χρον. σημ.) [[κοντά]], [[εγγύς]] («σοὶ δὲ [[γάμος]] [[σχεδόν]] ἐστιν», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>3.</b> (για να μετριάσει μία θετική [[διαβεβαίωση]] ή [[κάποτε]] και με ειρωνική σημ.) πολύ λίγο, ελάχιστα<br />(α. «εἴρηται σχεδὸν ἱκανῶς», <b>Αριστοτ.</b><br />β. «[[σχεδόν]] τι τὴν σὴν οὐ [[καταισχύνω]] φύσιν», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>4.</b> (σε καταφατικές απαντήσεις) [[μάλιστα]], ναι<br /><b>5.</b> ίσως, [[πιθανώς]]<br /><b>6.</b> [[σιγά]] [[σιγά]], [[σχέδην]]<br /><b>7.</b> <b>μτφ.</b> α) δηλώνει συγγενική [[σχέση]]<br />β) (με δοτ.) ομοίως, παρόμοια, όπως<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> α) «[[σχεδόν]] τι [[πρόσθεν]] ἤ» — [[μόλις]] [[πριν]] από λίγο (<b>Σοφ.</b>)<br />β) «σχεδὸν εἰπεῑν» — σαν να λέμε, [[περίπου]] (<b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίρρ. <i>σχε</i>-<i>δόν</i> έχει σχηματιστεί από τη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] <i>σχ</i>- του ρ. <i>ἔχω</i> (<b>πρβλ.</b> αόρ. β' <i>ἔ</i>-<i>σχ</i>-<i>ον</i> / <i>σχέσθαι</i>, <b>βλ.</b> και λ. <i>έχω</i>) με επιρρμ. κατάλ. -<i>δόν</i>, η οποία και προσέδωσε στη λ. τη σημ. της προσέγγισης «πολύ [[κοντά]], [[περίπου]]» τόσο με τοπική όσο και με χρονική [[σημασία]]. Η αρχική αυτή σημ. του επιρρ. [[σχεδόν]] εξελίχθηκε [[προς]] δύο σημαντικές κατευθύνσεις: α) τη στρατιωτική σημ. στο επίθ. [[σχέδιος]] της μάχης [[σώμα]] με [[σώμα]] και β) τη σημ. «[[αμέσως]], αιφνίδια», από όπου και η σημ. του επιθ. [[σχέδιος]] «[[αιφνίδιος]], [[πρόχειρος]], [[συνηθισμένος]]» και του συνθ. [[αυτοσχέδιος]] (<b>βλ.</b> και λ. [[σχέδιο]], [[σχεδιάζω]], [[σχεδία]])].
}}
}}