συρμιστήρ: Difference between revisions

40
(6_15)
(40)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''συρμιστήρ''': ὁ, ὁ πωλῶν «ῥοκανίδια» καὶ ξυλάρια χρήσιμα πρὸς καῦσιν·. [[συρμιστήρ]]· [[ξυλοπώλης]]» Ἡσύχ.
|lstext='''συρμιστήρ''': ὁ, ὁ πωλῶν «ῥοκανίδια» καὶ ξυλάρια χρήσιμα πρὸς καῦσιν·. [[συρμιστήρ]]· [[ξυλοπώλης]]» Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=-ῆρος, ὁ, Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> αυτός που πουλάει ροκανίδια και μικρά ξύλα χρήσιμα για [[κάψιμο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[συρμός]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ισ</i>-<i>τήρ</i> (<span style="color: red;"><</span> ρ. σε -<i>ίζω</i>), <b>πρβλ.</b> <i>κομισ</i>-<i>τήρ</i>].
}}
}}