χαμαίρωψ: Difference between revisions

46
(6_19)
(46)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''χᾰμαίρωψ''': -οπος, ἡ, [[ἴσως]] [[χαμαίδρυς]], Πλίν. ([[μετὰ]] διαφ. γραφ. chamaedrops).
|lstext='''χᾰμαίρωψ''': -οπος, ἡ, [[ἴσως]] [[χαμαίδρυς]], Πλίν. ([[μετὰ]] διαφ. γραφ. chamaedrops).
}}
{{grml
|mltxt=-οπος, η, ΝΑ<br />[[γένος]], σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική [[ταξινόμηση]], αγγειόσπερμων μονοκότυλων [[φυτών]] που ανήκει στην [[οικογένεια]] [[φοινικίδες]] της τάξης αρεκώδη<br /><b>αρχ.</b><br />η [[χαμαίδρυς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χαμ</i>(<i>αι</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>ῥώψ</i> (Ι) «μικρό χαμόδεντρο, [[θάμνος]]». Τη λ. δανείστηκαν οι ξεν. γλώσσες, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>chamaerops</i>].
}}
}}