τευτάζω: Difference between revisions

41
(Bailly1_5)
(41)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>pf.</i> τετεύτακα;<br />s’occuper longtemps d’une même chose, y insister : [[περί]] [[τι]] s’appliquer à qch.<br />'''Étymologie:''' DELG pê apparenté à σεύομαι.
|btext=<i>pf.</i> τετεύτακα;<br />s’occuper longtemps d’une même chose, y insister : [[περί]] [[τι]] s’appliquer à qch.<br />'''Étymologie:''' DELG pê apparenté à σεύομαι.
}}
{{grml
|mltxt=και δ.τ. [[τευτάσσω]] Α- 1. [[ασχολούμαι]] αποκλειστικά ή [[συνεχώς]] με [[κάτι]], [[καταγίνομαι]] («οὐ χρὴ ἡμᾱς περὶ τὰ μὴ ἀναγκαῑα τευτάζειν», Ωριγ.)<br /><b>2.</b> (ενεργ. και μέσ.) παραγέλλω σε κάποιον επανειλημμένως να κάνει [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τ. της καθημερινής γλώσσας τών Αρχαίων. Έχει σχηματιστεί από τη [[ρίζα]] του ρ. <i>τευμῶμαι</i>, [[κατά]] τα ρ. σε -<i>τάω</i>, -[[τάζω]] (<b>πρβλ.</b> [[βαστάζω]], [[ῥιπτάζω]])].
}}
}}