φιλόκοινος: Difference between revisions

45
(Bailly1_5)
(45)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui aime la communauté, le partage.<br />'''Étymologie:''' [[φίλος]], [[κοινός]].
|btext=ος, ον :<br />qui aime la communauté, le partage.<br />'''Étymologie:''' [[φίλος]], [[κοινός]].
}}
{{grml
|mltxt=-ον, ΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που του αρέσουν οι κοινωνικές συναναστροφές, [[κοινωνικός]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ φιλόκοινον</i><br />η [[αγάπη]] για τις κοινωνικές συναναστροφές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κοινός]].
}}
}}