3,270,346
edits
(6_19) |
(40) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συνόδους''': -οντος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων τοὺς ὀδόντας συνεχεῖς, πυκνοὺς καὶ πρὸς ἀλλήλους συνημμένους, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[καρχαρόδους]] (ὃ ἴδε), τὰ συνόδοντα, ζῷα ἔχοντα τοιούτους ὀδόντας, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 6, 1. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. συνόδοντες, οἱ (καὶ αἱ, Νουμήν. παρ’ Ἀθην. 322Β), ἰχθύες ἔχοντες τοιούτους ὀδόντας, Λατ. dentices, Ἐπίχ. 47 Abr., Ἀναξανδρ. ἐν «Πρωτεσιλάῳ» 1. 50, Ἀρχέστρ. παρ’ Ἀθην. ἔνθ’ ἀνωτ.· ― ἑνικ. ὀνομ. συνόδων ἀπαντᾷ παρ’ Ἀντιφ. ἐν «Κύκλωπι» 1. 3, Φιλοξ. 2. 15. Πρβλ. [[σινόδους]], [[συνώδοντα]]. ― Περὶ συνοδόντων ἴδε σημ. Κοραῆ εἰς Ξενοκράτ. σ. 101, 102, κλπ. | |lstext='''συνόδους''': -οντος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων τοὺς ὀδόντας συνεχεῖς, πυκνοὺς καὶ πρὸς ἀλλήλους συνημμένους, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[καρχαρόδους]] (ὃ ἴδε), τὰ συνόδοντα, ζῷα ἔχοντα τοιούτους ὀδόντας, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 6, 1. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. συνόδοντες, οἱ (καὶ αἱ, Νουμήν. παρ’ Ἀθην. 322Β), ἰχθύες ἔχοντες τοιούτους ὀδόντας, Λατ. dentices, Ἐπίχ. 47 Abr., Ἀναξανδρ. ἐν «Πρωτεσιλάῳ» 1. 50, Ἀρχέστρ. παρ’ Ἀθην. ἔνθ’ ἀνωτ.· ― ἑνικ. ὀνομ. συνόδων ἀπαντᾷ παρ’ Ἀντιφ. ἐν «Κύκλωπι» 1. 3, Φιλοξ. 2. 15. Πρβλ. [[σινόδους]], [[συνώδοντα]]. ― Περὶ συνοδόντων ἴδε σημ. Κοραῆ εἰς Ξενοκράτ. σ. 101, 102, κλπ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-οντος, ὁ, Α<br /><b>1.</b> (για ζώα) αυτός που έχει συνεχή και πλατιά δόντια ώστε να εφαρμόζουν [[μεταξύ]] τους όταν κλείνει το [[στόμα]]<br /><b>2.</b> [[ονομασία]] ψαριού με πλατιά και [[πυκνά]] δόντια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>όδους</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ὀδούς]], <i>ὀδόντος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>προ</i>-<i>όδους</i>)]. | |||
}} | }} |