σχίδιον: Difference between revisions

40
(6_3)
(40)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σχίδιον''': [ῐ], τό, ὑποκορ. τοῦ [[σχίζα]], πρβλ. Βιτρούβ. 2. 1.
|lstext='''σχίδιον''': [ῐ], τό, ὑποκορ. τοῦ [[σχίζα]], πρβλ. Βιτρούβ. 2. 1.
}}
{{grml
|mltxt=τὸ, Α [[σχίδα]]<br /><b>1.</b> <b>υποκορ.</b> μικρή [[σχίζα]]<br /><b>2.</b> [[μηχάνημα]] επινοημένο από τον Ιπποκράτη για την [[ανάταξη]] εξαρθρημάτων και καταγμάτων του μηρού ή της κνήμης<br /><b>3.</b> [[δόρυ]]<br /><b>4.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> <b>στον πληθ.</b> <i>σχίδια</i><br />«ὠμόλινα».
}}
}}