σχοινόπλεκτος: Difference between revisions

40
(6_18)
(40)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σχοινόπλεκτος''': -ον, πεπλεγμένος ἐκ σχοίνων, εἰς σχοινόπλεκτον [[ἄγγος]] Ἀραρὼς ἐν «Καμπυλίωνι» 1. 4.
|lstext='''σχοινόπλεκτος''': -ον, πεπλεγμένος ἐκ σχοίνων, εἰς σχοινόπλεκτον [[ἄγγος]] Ἀραρὼς ἐν «Καμπυλίωνι» 1. 4.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[σχοινόπλεκτος]], -ον, ΝΑ, και σχοινόπλεχτος, -η, -ο, Ν<br />αυτός που έχει πλεχθεί, που έχει φτειαχθεί από [[σχοινί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σχοῖνος]] <span style="color: red;">+</span> [[πλεκτός]] (<span style="color: red;"><</span> [[πλέκω]]), <b>πρβλ.</b> <i>κισσό</i>-<i>πλεκτος</i>].
}}
}}