χειροέρκτης: Difference between revisions

46
(6_4)
(46)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''χειροέρκτης''': «χειρουργὸς» Ἡσύχ., ἴδε [[χειρορρέκτης]].
|lstext='''χειροέρκτης''': «χειρουργὸς» Ἡσύχ., ἴδε [[χειρορρέκτης]].
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br /><b>βλ.</b> [[χειρορρέκτης]].
}}
}}