συνόρασις: Difference between revisions

40
(6_9)
(40)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''συνόρᾱσις''': ἡ, = [[σύνοψις]], κατὰ ἐνόρασίν τε καὶ περιόρασιν καὶ συνόρασιν, περιεκτικὴν ὅρασιν, Κλήμ. Ἀλεξ. 821.
|lstext='''συνόρᾱσις''': ἡ, = [[σύνοψις]], κατὰ ἐνόρασίν τε καὶ περιόρασιν καὶ συνόρασιν, περιεκτικὴν ὅρασιν, Κλήμ. Ἀλεξ. 821.
}}
{{grml
|mltxt=-άσεως, ἡ, Α [<i>συνορῶ</i> (Ι)]<br />το να βλέπει [[κανείς]] συγχρόνως περισσότερα από ένα πράγματα.
}}
}}