3,277,048
edits
(Bailly1_5) |
(40) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=α, ον :<br />de Syracuse, Syracusain.<br />'''Étymologie:''' [[Συράκουσαι]]. | |btext=α, ον :<br />de Syracuse, Syracusain.<br />'''Étymologie:''' [[Συράκουσαι]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και [[Συρακόσιος]], -α, -ο / [[Συρακόσιος]] και [[Συρακούσιος]], -ία, -ον, ΝΜΑ, και ως ουσ. [[Συρακοσεύς]], -έως, Μ, και ιων. και ποιητ. τ. Συρηκόσιος και Συρηκούσιος και Συρρακούσιος, -ία, -ον και τ. θηλ. Συρακοσσίς Α<br />[[Συράκουσαι]] / <i>Συράκοσαι</i>]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις [[Συρακούσες]]<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που κατάγεται από την [[παραπάνω]] νήσο της Σικελίας<br /><b>3.</b> (<b>το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.</b>) <i>ο Συρακουσιος</i> και <i>η Συρακουσια</i> ή <i>Συρακουσία</i><br /><i>ο</i> [[κάτοικος]] τών Συρακουσών ή αυτός που κατάγεται από τις [[Συρακούσες]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ Συρακουσία</i><br />(ενν. [[χώρα]]) η [[χώρα]] τών Συρακουσών<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ Συρακοσσίς</i><br />η [[γλώσσα]] τών Συρακουσίων<br /><b>3.</b> <b>παροιμ. φρ.</b> «Συρακοσία [[τράπεζα]]» — πολυτελές [[γεύμα]] (<b>Πλάτ.</b>). | |||
}} | }} |