συοτρόφος: Difference between revisions

40
(6_18)
(40)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''συοτρόφος''': -ον, ὁ τρέφων χοίρους, [[χώρα]] Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 1. 21, 13· ― ὡς οὐσιαστ., [[συβώτης]], [[χοιροβοσκός]], Σχόλ. εἰς Ὀδ. Ν. 404.
|lstext='''συοτρόφος''': -ον, ὁ τρέφων χοίρους, [[χώρα]] Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 1. 21, 13· ― ὡς οὐσιαστ., [[συβώτης]], [[χοιροβοσκός]], Σχόλ. εἰς Ὀδ. Ν. 404.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που τρέφει τους χοίρους («[[συοτρόφος]] [[χώρα]]», <b>Ιώσ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[συοτρόφος]]<br />ο [[χοιροβοσκός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>σῦς</i>, <i>συός</i> «[[χοίρος]]» <span style="color: red;">+</span> -[[τροφός]] (<span style="color: red;"><</span> [[τρέφω]]), <b>πρβλ.</b> <i>ορνιθο</i>-<i>τρόφος</i>, <i>προδατο</i>-<i>τρόφος</i>].
}}
}}