συντριπτικός: Difference between revisions

40
(6_11)
 
(40)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''συντριπτικός''': -ή, -όν, κατασυντρίβων, καταστρεπτικός, [[ὀλέθριος]], ἵνα συντριπτικὸς ἀποκαταστὰς Εὐστ. Πονημ. 222. 21.
|lstext='''συντριπτικός''': -ή, -όν, κατασυντρίβων, καταστρεπτικός, [[ὀλέθριος]], ἵνα συντριπτικὸς ἀποκαταστὰς Εὐστ. Πονημ. 222. 21.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[συντριπτικός]], -ή, -όν, ΝΜ [[συντρίβω]]<br />ο [[ικανός]] να επιφέρει ολοκληρωτική [[καταστροφή]], [[καταστρεπτικός]], [[ολέθριος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> α) αυτός που εκμηδενίζει, εξουθενωτικός (α. «συντριπτική [[νίκη]]» β. «συντριπτικά επιχειρήματα» γ. «συντριπτική [[πλειοψηφία]]»)<br />β) αυτός που προκαλεί ψυχική [[συντριβή]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «συντριπτικό [[κάταγμα]]»<br /><b>ιατρ.</b> [[κάταγμα]] στο οποίο τα κατεαγότα [[άκρα]] έχουν συντριβεί σε [[πολλά]] κομμάτια. Επιρρ. <i>συντριπτικώς</i> και <i>συντριπτικά</i> Ν<br />με συντριπτικό τρόπο, καταστρεπτικά.
}}
}}