σφαδάζω: Difference between revisions

2,534 bytes added ,  29 September 2017
40
(6_23)
 
(40)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''σφᾰδάζω''': κινοῦμαι σπασμωδῶς, κτυπῶ τοὺς πόδας μου, [[ἀγωνίζομαι]], ἀνθίσταμαι, κοινῶς «σφαράσσω», ἐπὶ ἵππων [[μήπω]] δαμασθέντων, Αἰσχύλ. Πέρσ. 194· εἰκὸς σφαδάζειν ἦν ἄν, ὡς νεόζυγα πῶλον Εὐρ. Ἀποσπ. 818. 3, πρβλ. 1009· σὺ δὲ σφ., [[πῶλος]] ὣς εὐφορβίᾳ Σοφ. Ἀποσπ. 727· ἐπὶ ἀνθρώπων, [[ἀγωνίζομαι]] σπασμωδῶς, [[πάσχω]] ἐκ σπασμῶν, Ἱππ. 606. 17· ἀποθνήσκων, Πλουτ. Ἀντών. 76· [[οὕτως]] ἐπὶ τετρωμένων ἵππων, Ξεν. Κύρ. 7. 1, 37· σπαρταρῶ, ἐπὶ ἀποθνήσκοντος ἰχθύος, Πολύβ. 31. 3, 5, Ἀθήν. 283C, πρβλ. [[ἀσφάδαστος]]. 2) σπασμωδῶς κινοῦμαι, δεικνύω ἀνυπομονησίαν, Πλούτ. 2. 10C ([[ἔνθα]] ἴδε Wytt.), 550E· ἐπὶ τὴν μάχην ὁ αὐτ. ἐν Καίσ. 42· πρὸς τὸν ἀγῶνα ὁ αὐτ. ἐν Πελοπ. 6· πρὸς δόξαν ὁ αὐτ. 2. 1100A· [[ὑπὲρ]] κτημάτων ὁ αὐτ. ἐν Ἀγησ. 35. - Ὁ Ἡρῳδιαν. ἐν τῷ περὶ μον. λέξ. σ. 23 γράφει σφαδᾴζω, καὶ θεωρεῖ αὐτὸ συνῃρ. ἐκ τοῦ σφαδαΐζω, πρβλ. [[σφαδασμός]], καὶ ἴδε ματάζω, [[τεράζω]]. (Πιθαν. ἐκ τῆς √ΣΠΑ, σπάω, σπασμός, σπαίρω, τὸ δὲ π ἐδασύνθη [[μετὰ]] τὸ σ, ὡς ἐν τοῖς [[σφριγάω]] [[σπαργάω]], σφονδὺλη [[σπονδύλη]], σφυρὰς [[σπυράς]], σφυρὶς [[σπυρίς]]· - ὁ Κούρτ. σχετίζει τὴν λέξιν πρὸς τὰ [[σφεδανός]], [[σφοδρός]], [[σφενδόνη]]). - Καθ’ Ἡσύχ.: «σφαδάζει· βράζει, δυσθανατεῖ, χαλεπῶς φέρει, διασπᾶται, ἀγανακτεῖ, δυσφορεῖ, ἀτακτεῖ, [[μετὰ]] χολῆς ὀργίζεται, καὶ [[μετὰ]] χόλου πολλοῦ, ἢ [[μετὰ]] σπασμοῦ πηδᾷ, μαίνεται, σπεύδει, διασείει, θυμοῦται, ταράττεται ὑπὸ τραύματος ζέοντος».
|lstext='''σφᾰδάζω''': κινοῦμαι σπασμωδῶς, κτυπῶ τοὺς πόδας μου, [[ἀγωνίζομαι]], ἀνθίσταμαι, κοινῶς «σφαράσσω», ἐπὶ ἵππων [[μήπω]] δαμασθέντων, Αἰσχύλ. Πέρσ. 194· εἰκὸς σφαδάζειν ἦν ἄν, ὡς νεόζυγα πῶλον Εὐρ. Ἀποσπ. 818. 3, πρβλ. 1009· σὺ δὲ σφ., [[πῶλος]] ὣς εὐφορβίᾳ Σοφ. Ἀποσπ. 727· ἐπὶ ἀνθρώπων, [[ἀγωνίζομαι]] σπασμωδῶς, [[πάσχω]] ἐκ σπασμῶν, Ἱππ. 606. 17· ἀποθνήσκων, Πλουτ. Ἀντών. 76· [[οὕτως]] ἐπὶ τετρωμένων ἵππων, Ξεν. Κύρ. 7. 1, 37· σπαρταρῶ, ἐπὶ ἀποθνήσκοντος ἰχθύος, Πολύβ. 31. 3, 5, Ἀθήν. 283C, πρβλ. [[ἀσφάδαστος]]. 2) σπασμωδῶς κινοῦμαι, δεικνύω ἀνυπομονησίαν, Πλούτ. 2. 10C ([[ἔνθα]] ἴδε Wytt.), 550E· ἐπὶ τὴν μάχην ὁ αὐτ. ἐν Καίσ. 42· πρὸς τὸν ἀγῶνα ὁ αὐτ. ἐν Πελοπ. 6· πρὸς δόξαν ὁ αὐτ. 2. 1100A· [[ὑπὲρ]] κτημάτων ὁ αὐτ. ἐν Ἀγησ. 35. - Ὁ Ἡρῳδιαν. ἐν τῷ περὶ μον. λέξ. σ. 23 γράφει σφαδᾴζω, καὶ θεωρεῖ αὐτὸ συνῃρ. ἐκ τοῦ σφαδαΐζω, πρβλ. [[σφαδασμός]], καὶ ἴδε ματάζω, [[τεράζω]]. (Πιθαν. ἐκ τῆς √ΣΠΑ, σπάω, σπασμός, σπαίρω, τὸ δὲ π ἐδασύνθη [[μετὰ]] τὸ σ, ὡς ἐν τοῖς [[σφριγάω]] [[σπαργάω]], σφονδὺλη [[σπονδύλη]], σφυρὰς [[σπυράς]], σφυρὶς [[σπυρίς]]· - ὁ Κούρτ. σχετίζει τὴν λέξιν πρὸς τὰ [[σφεδανός]], [[σφοδρός]], [[σφενδόνη]]). - Καθ’ Ἡσύχ.: «σφαδάζει· βράζει, δυσθανατεῖ, χαλεπῶς φέρει, διασπᾶται, ἀγανακτεῖ, δυσφορεῖ, ἀτακτεῖ, [[μετὰ]] χολῆς ὀργίζεται, καὶ [[μετὰ]] χόλου πολλοῦ, ἢ [[μετὰ]] σπασμοῦ πηδᾷ, μαίνεται, σπεύδει, διασείει, θυμοῦται, ταράττεται ὑπὸ τραύματος ζέοντος».
}}
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ, και [[σφαράζω]] και [[σφαράσσω]] Ν, και δ. γρφ. [[σφαδάζω]] και σφαδαΐζω και [[σφραδάζω]] Α<br />κινούμαι σπασμωδικά, τινάζομαι με [[σφοδρότητα]], [[σπαρταρώ]] (α. «σφάδαζε από τους πόνους» β. «οἱ δὲ ἔφευγον ἐκ του δωματίου βοῶντος καὶ σφαδάζοντος [Αντωνίου]», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[άλογο]] που δεν έχει [[ακόμη]] δαμαστεί) [[χτυπώ]] τα πόδια μου, [[αντιστέκομαι]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) [[θέλω]] να ορμήσω σε κάποιον ή σε [[κάτι]], [[δείχνω]] [[ανυπομονησία]] («ὁρῶν ἀγανακτοῡντας καὶ σφαδάζοντας ὡς καὶ διώκειν αὐτὸν ἐθέλειν», <b>Πλούτ.</b>)<br />β) <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ἐσφάδαζον<br />διηπόρουν, ἐφρόντιζον».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστικός όρος αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία [[άποψη]], το ρ. [[σφαδάζω]] ανάγεται στη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>sp</i>(<i>h</i>)<i>nd</i>- της ΙΕ ρίζας <i>sp</i>(<i>h</i>)<i>e</i>(<i>n</i>)<i>d</i>- «[[σπαράζω]], [[σπαρταρώ]]» και συνδέεται πιθ. με τα [[σφεδανός]], [[σφοδρός]], [[σφενδόνη]], [[σπόνδυλος]] / [[σφόνδυλος]], [[καθώς]] και με το αρχ. ινδ. <i>spandate</i> «[[ρίχνω]], [[εκσφενδονίζω]]». Άλλοι όμως, αφορμώμενοι από τον τ. [[σφαδασμός]]<br />[[σπασμός]] που παραδίδει ο <b>Ησύχ.</b>, υποστηρίζουν ότι το ρ. ανάγεται στο θ. <i>σπα</i>-<i>δ</i>- του [[σπάω]] με οδοντική [[παρέκταση]] -<i>δ</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>σπαδ</i>-<i>ών</i>) και [[εναλλαγή]] -<i>π</i>-/-<i>φ</i>- (<b>πρβλ.</b> [[σπόγγος]] / [[σφόγγος]]). Τέλος, οι δ. γρφ. <i>σφαδαΐζω</i> και <i>σφαδᾳζω</i> θεωρούνται αμφίβολες και έχουν σχηματιστεί πιθ. κατ' [[αναλογία]] [[προς]] τον τ. [[ματαΐζω]] / [[ματάζω]]].
}}
}}