σωμασκίας: Difference between revisions

40
(6_19)
(40)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''σωμασκίας''': -ου, ὁ, ὁ ἀσκούμενος, σωματικῶς, «σωμασκεῖν σωμασκίαι σεσωμασκηκὼς» [[Πολυδ]]. Γ΄, 154· ἐν Ἡρῳδιαν. Ἐπιμερ. 430: «[[σωμασκίας]], ὁ [[κατάσαρκος]]».
|lstext='''σωμασκίας''': -ου, ὁ, ὁ ἀσκούμενος, σωματικῶς, «σωμασκεῖν σωμασκίαι σεσωμασκηκὼς» [[Πολυδ]]. Γ΄, 154· ἐν Ἡρῳδιαν. Ἐπιμερ. 430: «[[σωμασκίας]], ὁ [[κατάσαρκος]]».
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br /><b>1.</b> αυτός που ασκεί το [[σώμα]] του, που ασχολείται με τον αθλητισμό<br /><b>2.</b> [[σωματώδης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σωμασκία]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίας</i> (<b>πρβλ.</b> <i>νεαν</i>-<i>ίας</i>)].
}}
}}