συσφίγγω: Difference between revisions

40
(Bailly1_5)
(40)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=étreindre <i>ou</i> resserrer ensemble ; condenser.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[σφίγγω]].
|btext=étreindre <i>ou</i> resserrer ensemble ; condenser.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[σφίγγω]].
}}
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ [[σφίγγω]]<br />[[περισφίγγω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «συνεσφιγμένο [[μέτωπο]]»<br /><b>(μετεωρ.)</b> [[είδος]] μετώπου κακοκαιρίας, που σχηματίζεται όταν ένα ψυχρό [[μέτωπο]] υπερκαλύπτει ένα προπορευόμενο θερμό [[μέτωπο]], προκαλώντας την [[ανύψωση]] τών θερμών αέριων μαζών και χαρακτηρίζεται από χαμηλές θερμοκρασίες, αυξημένη [[συγκέντρωση]] νεφών και εκτεταμένα κατακρημνίσματα, [[συχνά]] με τη [[μορφή]] χιονιού<br /><b>μσν.</b><br /><b>(αυτοπαθ.)</b> [[συνωστίζομαι]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[ελέγχω]], [[κατευθύνω]], [[ρυθμίζω]] («τὴν τὰς μερίζουσας τὸν νοῡν συσφίγγουσαν αἰσθήσεις... πίστιν», Προκ. Γαζ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σφίγγω]] [[κάτι]] [[δυνατά]] [[μαζί]] με [[κάτι]] [[άλλο]] («συσφίγγειν τοὺς ἀγκῶνας», Ηρώνδ.)<br /><b>2.</b> [[αρπάζω]].
}}
}}