συνύφασμα: Difference between revisions

40
(6_22)
(40)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συνύφασμα''': τό, τὸ συνυφασμένον, [[ὕφασμα]], Γλωσσ.
|lstext='''συνύφασμα''': τό, τὸ συνυφασμένον, [[ὕφασμα]], Γλωσσ.
}}
{{grml
|mltxt=τὸ, Α [[συνυφαίνω]]<br />ύφασμα.
}}
}}