3,274,919
edits
(Bailly1_5) |
(40) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ας (ἡ) :<br />travail avec la laine, métier de fileuse.<br />'''Étymologie:''' [[τλῆναι]]. | |btext=ας (ἡ) :<br />travail avec la laine, métier de fileuse.<br />'''Étymologie:''' [[τλῆναι]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ἡ, Α<br />[[ταλασιουργία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[ταλασία]], [[κατά]] την επικρατέστερη [[άποψη]], έχει σχηματιστεί από τον τ. [[τάλαντον]] ως [[εξής]]: [[τάλαντον]] > <i>ταλαντία</i> > <i>ταλανσία</i> (με συριστικοποίηση του -<i>τ</i>- προ του -<i>ι</i>-, <b>πρβλ.</b> [[δημόσιος]] <span style="color: red;"><</span> <i>δημότιος</i>) > [[ταλασία]] (με [[απλοποίηση]] του συμφωνικού συμπλέγματος -<i>νσ</i>-). Το -[[ατού]] τ. <i>ταλ</i>-<i>α</i>-<i>σία</i> [[είναι]] [[μάλλον]] βραχύ, αναλογικά [[προς]] το -<i>ă</i>- τών τ. <i>γυμνάσια</i>, [[εργασία]] και όχι μακρό, όπως θα αναμενόταν, ως [[αποτέλεσμα]] της αντέκτασης [[μετά]] από τη σίγηση του -<i>ν</i>-. Η λ. [[ταλασία]], [[τέλος]], αποτελεί τεχνικό όρο που απαντά και στη Μυκηναϊκή, στον τ. <i>tarasija</i>, με τη διαφορετική, όμως, σημ. «ζυγισμένη [[ποσότητα]] χαλκού που έχει δοθεί στους σιδηρουργούς» ή «ζυγισμένη [[ποσότητα]] μαλλιού που έχει δοθεί σε γυναίκες»]. | |||
}} | }} |