τετράρριζος: Difference between revisions

41
(6_18)
(41)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''τετράρριζος''': -ον, ὁ ἔχων τέσσαρας ῥίζας, τετράρριζοι ὀδόντες Γαλην. τ. 4, σ. 16.
|lstext='''τετράρριζος''': -ον, ὁ ἔχων τέσσαρας ῥίζας, τετράρριζοι ὀδόντες Γαλην. τ. 4, σ. 16.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[τέσσερεις]] ρίζες («τετράρριζοι ὀδόντες», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[τετράρριζος]]<br />[[οδονταλγία]], [[πονόδοντος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ρριζος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ῥίζα]]), <b>πρβλ.</b> <i>τρί</i>-<i>ρριζος</i>].
}}
}}