τορεύω: Difference between revisions

1,485 bytes added ,  29 September 2017
41
(Bailly1_5)
(41)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=travailler au ciseau <i>ou</i> au burin ; ciseler, graver en creux <i>ou</i> en relief, acc..<br />'''Étymologie:''' [[τορός]].
|btext=travailler au ciseau <i>ou</i> au burin ; ciseler, graver en creux <i>ou</i> en relief, acc..<br />'''Étymologie:''' [[τορός]].
}}
{{grml
|mltxt=ΝΑ<br /><b>1.</b> [[κατασκευάζω]] με [[σμίλευση]], εγγλυφή η [[σφυρηλάτηση]] ανάγλυφα ή έκτυπα σχήματα, [[κυρίως]] σε [[μέταλλο]] και σπανιότερα σε [[άλλο]] υλικό (α. «εὐφυᾱ ἐν τῷ τορεύειν καὶ λεπτουργεῑν», <b>Πλούτ.</b><br />β. «τορεύειν [[σίδηρον]]», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>2.</b> [[λεπτουργώ]], [[φιλοτεχνώ]] λεπτουργήματα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> με [[εγχάραξη]] ή [[σφυρηλάτηση]] [[απεικονίζω]] [[κάτι]] (α. «τορεύειν πόντον», Ανακρ.<br />β. «τορεύειν μάχην», <b>Παυσ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (σχετικά με το ύφος του. λόγου) [[καθιστώ]] περίτεχνο, [[καλλωπίζω]], [[στολίζω]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[τορεύω]] ᾠδήν» — [[καθιστώ]] το [[τραγούδι]] ηχηρό, διαπεραστικό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>τορ</i>- της ετεροιωμένης βαθμίδας της ρίζας <i>τερ</i>- του [[τείρω]] «[[διατρυπώ]]», πιθ. αναλογικά [[προς]] το [[χαλκεύω]]. Ο τ. συγχέεται [[συχνά]] με το ρ. [[τορνεύω]].
}}
}}