τραγίζω: Difference between revisions

41
(6_13a)
(41)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τρᾰγίζω''': μέλλ. -ίσω, εἶμαι [[τράγος]], τρ. ἐν ὀσμῇ Διοσκ. 1. 12. ΙΙ. ἐπὶ τῆς φωνῆς τῶν παίδων [[ὅταν]] ἀρχίσῃ νὰ γίνηται τραχεῖα καὶ βραγχνώδης, Λατ. hirquitallire, Ἱππ. 1175G. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστορ. 7. 1, 3, π. Ζ. Γεν. 5. 7, 20, κλπ. πρβλ. [[τραγάω]].
|lstext='''τρᾰγίζω''': μέλλ. -ίσω, εἶμαι [[τράγος]], τρ. ἐν ὀσμῇ Διοσκ. 1. 12. ΙΙ. ἐπὶ τῆς φωνῆς τῶν παίδων [[ὅταν]] ἀρχίσῃ νὰ γίνηται τραχεῖα καὶ βραγχνώδης, Λατ. hirquitallire, Ἱππ. 1175G. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστορ. 7. 1, 3, π. Ζ. Γεν. 5. 7, 20, κλπ. πρβλ. [[τραγάω]].
}}
{{grml
|mltxt=Α [[τράγος]]<br /><b>1.</b> [[είμαι]] [[τράγος]]<br /><b>2.</b> (για τη [[φωνή]] τών παιδιών) [[γίνομαι]] [[βραχνός]], [[αγορίστικος]], [[κατά]] την [[εφηβία]].
}}
}}