3,277,306
edits
(6_7) |
(41) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τρημᾰτώδης''': -ες, ὁ ἔχων τρήματα, [[πλήρης]] ὀπῶν, [[διάτρητος]], ζῷα τρ., ἀντίθ. τῷ ἄτρητα (Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 1, 28), θὰ σημαίνῃ (κατὰ τὴν χρῆσιν τοῦ ὅρου παρὰ τοῖς νεωτέροις ζῳολόγοις), ὁ ἔχων ὀπὴν ὡς [[τέρμα]] τοῦ ἐντερικοῦ σωλῆνος. | |lstext='''τρημᾰτώδης''': -ες, ὁ ἔχων τρήματα, [[πλήρης]] ὀπῶν, [[διάτρητος]], ζῷα τρ., ἀντίθ. τῷ ἄτρητα (Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 1, 28), θὰ σημαίνῃ (κατὰ τὴν χρῆσιν τοῦ ὅρου παρὰ τοῖς νεωτέροις ζῳολόγοις), ὁ ἔχων ὀπὴν ὡς [[τέρμα]] τοῦ ἐντερικοῦ σωλῆνος. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ες / [[τρηματώδης]], -ῶδες, ΝΜΑ [[τρῆμα]], -<i>ατος</i>]<br />ο [[γεμάτος]] οπές<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «τρηματώδεις σκώληκες» ή, [[απλώς]], «οι τρηματώδεις»<br /><b>ζωολ.</b><br />[[ομοταξία]] παρασιτικών πλατυελμίνθων με 6.250 [[περίπου]] είδη, κατανεμημένα σε 2 υφομοταξίες, τη διγένεα ή δίστομα και την ασπιδόγαστρα. | |||
}} | }} |