τρίκοκκος: Difference between revisions

42
(6_17)
(42)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τρίκοκκος''': -ον, ὁ ἔχων [[τρεῖς]] κόκκους, Σχόλ. εἰς Ὀδ. Σ. 298· - τρίκοκκον, τό, [[εἶδος]] μεσπίλου Διοσκ. 1. 169, Πλίν. 22. 29.
|lstext='''τρίκοκκος''': -ον, ὁ ἔχων [[τρεῖς]] κόκκους, Σχόλ. εἰς Ὀδ. Σ. 298· - τρίκοκκον, τό, [[εἶδος]] μεσπίλου Διοσκ. 1. 169, Πλίν. 22. 29.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[τρίκοκκος]], -ον, ΝΑ<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[τρεις]] κόκκους<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το [[τρίκοκκο]](<i>ν</i>)<br />[[είδος]] μούσμουλου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[τρίκοκκος]]<br />α) [[είδος]] μούσμουλου<br />β) το [[φυτό]] [[ηλιοτρόπιο]] το μέγα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κόκκος]] «[[σπυρί]]» (<b>πρβλ.</b> <i>δί</i>-<i>κοκκος</i>)].
}}
}}