τριπόθητος: Difference between revisions

42
(Bailly1_5)
(42)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />trois fois désiré.<br />'''Étymologie:''' [[τρίς]], [[ποθέω]].
|btext=ος, ον :<br />trois fois désiré.<br />'''Étymologie:''' [[τρίς]], [[ποθέω]].
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[τριπόθητος]], -ον, ΝΜΑ, και [[τρισπόθητος]] ΝΜ, και δωρ. τ. [[τριπόθατος]], -ον, Α<br />[[πάρα]] πολύ [[ποθητός]] (α. «τρισπόθητη [[λευτεριά]]» β. «θνάσκεις, ὦ τριπόθατε, [[πόθος]] δέ μοι ὡς [[ὄναρ]] ἔπτα», Βίων<br />γ. «τὴν τριπόθητον εὐδαιμονίαν κτησάμενος», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[εκείνος]] τον οποίο αξίζει να ποθεί [[κάποιος]], ο [[αξιαγάπητος]] («τῆς τριποθήτου στερηθῆναι ζωῆς», Ευσ.)<br /><b>2.</b> (για νεκρό) ο [[πολυαγαπημένος]], ο [[αλησμόνητος]] («τὸ τριπόθητον [[ὄνομα]] Παμφίλου», Ευσ.)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />αυτός που αναμένεται με [[ανυπομονησία]], του οποίου τον ερχομό με [[χαρά]] αναμένει [[κανείς]] («τὸν τριπόθητον τῆς ἀναστάσεως σημαίνειν καιρόν», Κύριλλ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[τριποθήτως]] Μ<br /><b>1.</b> με έντονο πόθο<br /><b>2.</b> με [[μεγάλη]] [[προθυμία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> επιτατ. <i>τρισ</i>-/<i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ποθητός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ποθῶ</i>)].
}}
}}