τρωγλοδυτικός: Difference between revisions

42
(6_11)
(42)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''τρωγλοδῠτικός''': -ή, -όν, ὁ ζῶν ἐν τρώγλαις, ζῷα τρωγλοδυτικά, ζῷα ζῶντα ἐν τρώγλαις, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 1, 27. ΙΙ. ὁ ἀνήκων ἢ ἀρμόζων εἰς τοὺς Τρωγλοδύτας. Στράβ. 768, κλπ.· [[ὡσαύτως]] ἡ τρωγλοδύτις. Διόδ. 1. 30. - Ἐπίρρ. -δυτικῶς, δίκην Τρωγλοδύτου, Στράβ. 828.
|lstext='''τρωγλοδῠτικός''': -ή, -όν, ὁ ζῶν ἐν τρώγλαις, ζῷα τρωγλοδυτικά, ζῷα ζῶντα ἐν τρώγλαις, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 1, 27. ΙΙ. ὁ ἀνήκων ἢ ἀρμόζων εἰς τοὺς Τρωγλοδύτας. Στράβ. 768, κλπ.· [[ὡσαύτως]] ἡ τρωγλοδύτις. Διόδ. 1. 30. - Ἐπίρρ. -δυτικῶς, δίκην Τρωγλοδύτου, Στράβ. 828.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό /[[τρωγλοδυτικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[τρωγλοδύτης]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους [[Τρωγλοδύτες]]<br /><b>2.</b> (<b>το θηλ. ως κύριο όν.</b>) <i>η Τρωγλοδυτική</i><br />(ενν. [[χώρα]]) η [[χώρα]] τών Τρωγλοδυτών<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ζει σε τρώγλες, σε σπηλιές («ζώα τρωγλοδυτικά», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> το [[φυτό]] [[σμύρνα]], τρωγλῑτις. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>τρωγλοδυτικῶς</i> Α<br />όπως ο [[τρωγλοδύτης]] («τρωγλοδυτικῶς οἰκεῑν», <b>Στράβ.</b>).
}}
}}