τυμβογέρων: Difference between revisions

42
(6_14)
(42)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''τυμβογέρων''': ὁ, [[ἐσχατογήρως]], παραγεγηρακὼς καὶ [[οὕτως]] εἰπεῖν ἔχων τὸν ἕνα [[πόδα]] ἐν τῷ τάφῳ, ἐξεστηκὼς ὑπὸ [[γήρως]], Κωμικ. Ἀνώνυμ. 311b, ἴδε Ἡσύχ. ἐν λέξ.
|lstext='''τυμβογέρων''': ὁ, [[ἐσχατογήρως]], παραγεγηρακὼς καὶ [[οὕτως]] εἰπεῖν ἔχων τὸν ἕνα [[πόδα]] ἐν τῷ τάφῳ, ἐξεστηκὼς ὑπὸ [[γήρως]], Κωμικ. Ἀνώνυμ. 311b, ἴδε Ἡσύχ. ἐν λέξ.
}}
{{grml
|mltxt=-οντος, ὁ, ΜΑ<br />αυτός που έχει το ένα του [[πόδι]] στον τάφο, ο υπερβολικά [[γέροντας]], [[εσχατόγηρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τύμβος]] <span style="color: red;">+</span> [[γέρων]] (για τη σημ. <b>βλ. λ.</b> [[τύμβος]])].
}}
}}