3,273,446
edits
(Bailly1_5) |
(42) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ης, ες :<br />qui fond en eau.<br />'''Étymologie:''' [[ὕδωρ]], -ωδης. | |btext=ης, ες :<br />qui fond en eau.<br />'''Étymologie:''' [[ὕδωρ]], -ωδης. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ες / [[ὑδατώδης]], -ῶδες, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> όμοιος με [[νερό]], [[υδαρής]], [[νερουλός]]<br /><b>2.</b> αυτός που αποτελείται από [[νερό]], [[υγρός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αναμεμιγμένος με [[νερό]], νερωμένος<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το υδατώδες</i><br /><b>βοτ.</b> επιφανειακή απεκκριτική [[δομή]] του φύλλου τών [[φυτών]], η οποία απορροφά [[νερό]] από το εσωτερικό του φύλλου και το αποθέτει στην εξωτερική επιφάνειά του, [[φαινόμενο]] γνωστό ως [[σταγονόρροια]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[γεμάτος]] [[νερό]] («τὰ μὲν χλωρά, τὰ δὲ ὑδατώδη καὶ [[ὑγρά]]», Θεόφρ.)<br /><b>2.</b> ο [[υδρωπικός]]<br /><b>3.</b> αυτός που έχει το [[χρώμα]] του νερού<br /><b>4.</b> (για [[έδεσμα]]) [[άνοστος]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> «[[ὑδατώδης]] [[κρύσταλλος]]» — [[πάγος]] που λειώνει, πολύ [[γλιστερός]] (<b>Θουκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὕδωρ]], <i>ὕδατος</i>. Ως επιστημ. όρος της Νέας Ελληνικής, η λ. αποτελεί αντιδάνειο, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>hydathode</i>]. | |||
}} | }} |