ὑποκορισμός: Difference between revisions

43
(Bailly1_5)
(43)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> <i>c.</i> [[ὑποκόρισμα]];<br /><b>2</b> usage de diminutifs.<br />'''Étymologie:''' [[ὑποκορίζω]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> <i>c.</i> [[ὑποκόρισμα]];<br /><b>2</b> usage de diminutifs.<br />'''Étymologie:''' [[ὑποκορίζω]].
}}
{{grml
|mltxt=ο / [[ὑποκορισμός]], ΝΜΑ [[ὑποκορίζομαι]]<br />η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[υποκορίζομαι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />μορφολογική και λεξιλογική [[λειτουργία]] της γλώσσας μέσω της οποίας εκφράζεται η [[σμίκρυνση]] της σημασίας της πρωτότυπης λέξης, [[καθώς]] και [[οικειότητα]] ή [[στοργή]] ή, αντίθετα, [[υποβιβασμός]] και [[καταφρόνηση]].
}}
}}