ὑποστάτης: Difference between revisions

44
(Bailly1_5)
(44)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>I.</b> ce qui supporte :<br /><b>1</b> fourche;<br /><b>2</b> support d’un vase;<br /><b>II.</b> celui qui donne l’existence, créateur.<br />'''Étymologie:''' [[ὑφίστημι]].
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>I.</b> ce qui supporte :<br /><b>1</b> fourche;<br /><b>2</b> support d’un vase;<br /><b>II.</b> celui qui donne l’existence, créateur.<br />'''Étymologie:''' [[ὑφίστημι]].
}}
{{grml
|mltxt=ο / [[ὑποστάτης]], ΝΑ, θηλ. ὑποστάτις, -ιδος, και [[ὑποστάτρια]], Α [[ὑφίστημι]]<br />[[στήριγμα]] που τίθεται από [[κάτω]], [[υποστήριγμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ναυτ.</b> καθένα από τα ισχυρά σιδερένια ή ξύλινα υποστηρίγματα [[πάνω]] στα οποία τοποθετούνται οι σωσίβιες λέμβοι στα πλοία, κν. μούρσος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[βάση]] αγγείου, [[ιδίως]] κρατήρα («[[ἐφεξῆς]] δὲ τῇ Λαοδίκη [[ὑποστάτης]] λίθου... ἐστίν», <b>Παυσ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>ως επίθ.</b> αυτός που δίνει [[υπόσταση]] και ύπαρξη, [[δημιουργός]]<br /><b>3.</b> (το θηλ. στον τ. [[ὑποστάτρια]]) κατώτερη επιστάτρια ναού.
}}
}}