ὑποφθορεύς: Difference between revisions

44
(6_8)
(44)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑποφθορεύς''': έως, ὁ, ὁ ὑπούλως διαφθείρων, [[ὕπουλος]] [[διαφθορεύς]], Γλωσσ.
|lstext='''ὑποφθορεύς''': έως, ὁ, ὁ ὑπούλως διαφθείρων, [[ὕπουλος]] [[διαφθορεύς]], Γλωσσ.
}}
{{grml
|mltxt=-έως, ὁ, Α<br />αυτός που διαφθείρει ύπουλα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[φθορεύς]] (<span style="color: red;"><</span> [[φθορά]] <span style="color: red;"><</span> [[φθείρω]]), <b>πρβλ.</b> <i>δια</i>-[[φθορεύς]].
}}
}}