ὑποχοιρίς: Difference between revisions

44
(6_12)
(44)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑποχοιρίς''': -ίδος, ἡ, [[φυτόν]] τι ἐκ τοῦ εἴδους τῶν κιχορίων, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 7. 7, 1., 11. 4.
|lstext='''ὑποχοιρίς''': -ίδος, ἡ, [[φυτόν]] τι ἐκ τοῦ εἴδους τῶν κιχορίων, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 7. 7, 1., 11. 4.
}}
{{grml
|mltxt=η / [[ὑποχοιρίς]], -[[ίδος]], ΝΜΑ, και [[υποχαιρίς]] Ν<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων ποωδών [[φυτών]] που ανήκει στην [[οικογένεια]] [[σύνθετα]] της τάξης αστερώδη, με 80 [[περίπου]] είδη<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(στον Θεόφρ. <b>κ.ά.</b>) [[είδος]] του φυτού [[κιχώριο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>υπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[χοῖρος]]. Ως επιστημον. όρος της νεοελλ. η λ. [[είναι]] αντιδάνεια, <b>πρβλ.</b> νεολατ. <i>hypochoeris</i>].
}}
}}