φύλακας: Difference between revisions

11,138 bytes added ,  29 September 2017
45
(Bailly1_5)
 
(45)
Line 1: Line 1:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>acc. pl. de</i> [[φύλαξ]].
|btext=<i>acc. pl. de</i> [[φύλαξ]].
}}
{{grml
|mltxt=ο / [[φύλαξ]] -ακος, ΝΜΑ<br />αυτός που φυλάγει, που φρουρεί [[κάτι]], που έχει τοποθετηθεί για να προστατεύει [[κάτι]] (α. «οι δύο φύλακες είχαν εγκαταλείψει τη [[θέση]] τους» β. «τοὺς τοῡ Θεοῡ ἱερέας ἐπήγετο... [[ὥσπερ]] τινὰς ψυχῆς ἀγαθοὺς [[φύλακας]]», Ευσ.<br />γ. «ἔθεντό με φυλάκισσαν ἐν ἀμπελῶσιν, ἀμπελῶνα ἐμὸν οὐκ ἐφύλαξα», ΠΔ<br />δ. «[[φύλακας]] τοῦ [[ἡμίσεος]] τείχους», <b>Θουκ.</b><br />ε. «νεὼς... [[φύλαξ]]», <b>Σοφ.</b><br />στ. «κἀμοὶ κλῂς ἐπὶ γλώσσῃ [[φύλαξ]]», <b>Αισχύλ.</b><br />ζ. «λαβὼν φύλακάς τ' ἄνδρας δμωάς τε γυναῖκας», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που τηρεί και ακολουθεί εντολές, έθιμα, παραδόσεις (α. «φύλακες τών παραδόσεων» β. «[[φύλακας]] τών παραδεδομένων ὑπ' [[αὐτοῦ]] διδαγμάτων», Ιουστίν.<br />γ. «φύλακες τοῦ ἐπιταττομένου», <b>Ξεν.</b><br />δ. «τίνες ἄριστοι φύλακες τοῦ παρ' αὐτοῖς δόγματος», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[προστάτης]], [[υπερασπιστής]] (α. «ο [[άγιος]], ο [[φύλακας]] του νησιού» β. «σωτῆρας ψυχῶν καὶ σωμάτων καὶ ἰατροὺς ὀνομάζουσι καὶ ὡς πολιούχους τιμῶσι καὶ [[φύλακας]]», Θεοδώρ.<br />γ. «[[ἄγαλμα]] Ἀθηνᾶς... φυλακίδος», Δίων Κάσσ.<br />δ. «[[λοχαγέτας]] πύλας ἐφ' [[ἑπτά]], [[φύλακας]] Ἀργείου [[δορός]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οι φύλακες</i><br />το [[σύνολο]] τών φυλάκων, η [[φρουρά]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «[[φύλακας]] [[άγγελος]]»<br /><b>μτφ.</b> [[συμπαραστάτης]], [[βοηθός]] σε δύσκολες στιγμές<br />β) «φύλακες γρηγορείτε» — [[προτροπή]], που αντάλλασσαν με δυνατή [[φωνή]] [[μεταξύ]] τους οι φύλακες ή οι σκοποί σε νυχτερινή [[βάρδια]]<br />γ) «έχουν [[γνώση]] οι φύλακες» — [[διαβεβαίωση]] ότι για [[κάτι]] υπάρχει η απαιτούμενη [[προσοχή]] και [[προστασία]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «[[φύλακας]] [[άγγελος]]» και «[[φύλαξ]] [[ἄγγελος]]»<br /><b>εκκλ.</b> ο [[άγγελος]] που προστατεύει [[κάθε]] χριστιανό<br /><b>μσν.</b><br />[[αντιπρόσωπος]], [[τοποτηρητής]] («Μοδέστῳ... φύλακι... τοῡ ἀποστολικοῡ θρόνου», Σωφρ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που επιβλέπει, που επιτηρεί [[κάτι]] («φύλακες ἐπὶ τοῑς ὠνίοις, οἱ ἀγορανόμοι», Λυσ.)<br /><b>2.</b> [[κρίκος]] αλυσίδας<br /><b>3.</b> [[ονομασία]] επιδέσμου<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «φύλακες τοῦ σώματος» — [[σωματοφυλακή]] (<b>Πλάτ.</b>)<br />β) «φύλακες ἐπὶ τοῖς ὠνίοις» — οι αγορανόμοι <b>(Λυσ.)</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. λ., η οποία εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>αξ</i>, -<i>ακος</i>, το οποίο απαντά και σε άλλους δυσερμήνευτους [[συχνά]] τ. του καθημερινού λεξιλογίου ή εκφραστικούς (<b>πρβλ.</b> <i>κόλ</i>-<i>αξ</i>, <i>μεῖρ</i>-<i>αξ</i>). Κατά μία [[άποψη]], η λ. μπορεί να συνδεθεί με το β' συνθετικό (πιθ. -<i>fulcus</i>) τών λατ. <i>bu</i>-<i>bulcus</i> «[[βουκόλος]]» και <i>su</i>-<i>bulcus</i> «[[χοιροβοσκός]]». Η [[άποψη]], [[ωστόσο]], αυτή δεν θεωρείται ιδιαίτερα πιθανή, αφ' ενός λόγω του ότι το αμάρτυρο -<i>fulcus</i> θα οδηγούσε στην [[αποδοχή]] ως αρχικού του θεματικού τ. [[φυλακός]], ο [[οποίος]] όμως [[είναι]] [[υστερογενής]], και αφ' ετέρου λόγω του ότι η λ. [[φύλαξ]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τους λατ. τ., δεν χρησιμοποιήθηκε [[κατά]] κανόνα για να δηλώσει τον φρουρό ζώων. Έχουν διατυπωθεί, [[τέλος]], και άλλες, ελάχιστα πιθανές, απόψεις για [[σύνδεση]] της λ. με τις λ. [[πύλη]] και [[φωλεός]], [[καθώς]] και για [[αναγωγή]] στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>bheudh</i>- «[[επαγρυπνώ]], [[παρατηρώ]], [[προσέχω]]» του ρ. [[πυνθάνομαι]] (<b>πρβλ.</b> [[πευθήν]] «[[κατάσκοπος]]»).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[φυλακή]], [[φυλακίζω]], [[φυλάκιο]](<i>ν</i>), [[φύλακτρο]](<i>ν</i>), [[φυλάσσω]] / [[φυλάω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[φυλακεία]], [[φυλακεύς]], [[φυλακία]], [[φυλακικός]], [[φυλακιστής]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><i>φυλακείον</i>, [[φυλακίτης]]<br /><b>μσν.</b><br />[[φυλακώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[φυλακάτορας]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[φυλακάρχης]]<br />(Β' συνθετικό) [[αγροφύλακας]](-<i>αξ</i>), [[αμπελοφύλακας]](-<i>αξ</i>), [[αρχειοφύλακας]](-<i>αξ</i>), [[αρχιφύλακας]](-<i>αξ</i>), [[βιβλιοφύλακας]](-<i>αξ</i>), [[δεσμοφύλακας]](-<i>αξ</i>), [[εθνοφύλακας]](-<i>αξ</i>), [[θαλαμοφύλακας]](-<i>αξ</i>), [[θεσμοφύλακας]](-<i>αξ</i>), [[θησαυροφύλακας]](-<i>αξ</i>), <i>ιματιοφύλακας</i>(-<i>αξ</i>), [[κλειδοφύλακας]](-<i>αξ</i>), [[κτηματοφύλακας]](-<i>αξ</i>), <i>λίμενοφύλακας</i>(-<i>αξ</i>), [[νεκροφύλακας]](-<i>αξ</i>), <i>νομοφύλακας</i>(-<i>αξ</i>), [[νυκτοφύλακας]](-<i>αξ</i>), [[οδοφύλακας]](-<i>αξ</i>), [[οπισθοφύλακας]](-<i>αξ</i>), [[οπλοφύλακας]](-<i>αξ</i>), [[οροφύλακας]](-<i>αξ</i>), [[πολιτοφύλακας]](-<i>αξ</i>), [[σκευοφύλακας]](-<i>αξ</i>), [[σκηνοφύλακας]](-<i>αξ</i>), [[σφραγιδοφύλακας]](-<i>αξ</i>), [[σωματοφύλακας]](-<i>αξ</i>), [[χαρτοφύλακας]](-<i>αξ</i>), [[χωροφύλακας]](-<i>αξ</i>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[αιγιαλοφύλαξ]], [[ακροφύλαξ]], <i>αλωνοφύλαξ</i>, <i>αντροφύλαξ</i>, <i>αργυροφύλαξ</i>, <i>αρκτοφύλαξ</i>, <i>αρχιδεσμοφύλαξ</i>, <i>αρχιναυφύλαξ</i>, <i>αρχινυκτοφύλαξ</i>, <i>αρχιπαραφύλαξ</i>, <i>αρχιπεδιοφύλαξ</i>, [[αρχισωματοφύλαξ]], [[βουβωνοφύλαξ]], [[γαζοφύλαξ]], [[γενηματοφύλαξ]], [[γερροφύλαξ]], [[γεωφύλαξ]], [[γραμματοφύλαξ]], <i>δαμοσιοφύλαξ</i>, [[δεξιοφύλαξ]], [[δρυμοφύλαξ]], <i>ειματοφύλαξ</i>, [[ειργμοφύλαξ]], [[ειρηνοφύλαξ]], [[ειρκτοφύλαξ]], <i>Ελληνοσποντοφύλαξ</i>, <i>εντεροφύλαξ</i>, [[επιφύλαξ]], [[ερημοφύλαξ]], [[εσμοφύλαξ]], [[εφηβοφύλαξ]], [[ημεροφύλαξ]], [[θεοφύλαξ]], [[θερμοφύλαξ]], [[θηροφύλαξ]], [[θυροφύλαξ]], <i>ιεροφύλαξ</i>, [[καρδιοφύλαξ]], [[καρποφύλαξ]], [[κεστροφύλαξ]], [[κνωδακοφύλαξ]], [[κοιτωνοφύλαξ]], [[κρηνοφύλαξ]], [[κωμοφύλαξ]], [[μαγδωλοφύλαξ]], [[μετοικοφύλαξ]], [[μηλοφύλαξ]], [[μηνιγγοφύλαξ]], [[μοτοφύλαξ]], [[ναοφύλαξ]], [[ναυφύλαξ]], [[νεωριοφύλαξ]], [[νεωφύλαξ]], [[νησοφύλαξ]], [[νηττοφύλαξ]], [[ξενοφύλαξ]], [[ξυστροφύλαξ]], [[οικοφύλαξ]], [[οινοφύλαξ]], [[οπωροφύλαξ]], [[ορεοφύλαξ]], [[ορμοφύλαξ]], [[οροφύλαξ]] (II), [[ορφανοφύλαξ]], [[οχθοφύλαξ]], [[παιδοφύλαξ]], [[παλαιστροφύλαξ]], [[παραφύλαξ]], [[πεδιοφύλαξ]], [[πεντηκοντοφύλαξ]], [[πινοφύλαξ]], [[πιστοφύλαξ]], [[πλαγιοφύλαξ]], [[πλαγυφύλαξ]], [[ποδοφύλαξ]], [[προφύλαξ]], [[πρωτοφύλαξ]], [[πυλωνοφύλαξ]], [[πυργοφύλαξ]], <i>ρητροφύλαξ</i>, [[ρισκοφύλαξ]], [[σιτοφύλαξ]], [[σπειροφύλαξ]], [[στρατοφύλαξ]], [[στρωματοφύλαξ]], [[συγγραφοφύλαξ]], [[συμβολοφύλαξ]], [[συμφύλαξ]], [[συνθηκοφύλαξ]], <i>ταγματοφύλαξ</i>, [[τειχοφύλαξ]], <i>τομαροφύλαξ</i>, [[υδροφύλαξ]], <i>υποβιβλιοθηκοφύλαξ</i>, <i>υποβιβλιοφύλαξ</i>, [[υπομνηματοφύλαξ]], [[υποστρατοφύλαξ]], [[υποφύλαξ]], [[φυτοφύλαξ]], [[χαλαζοφύλαξ]], [[χαλκιοφύλαξ]], [[χειλοφύλαξ]], [[χιμαιροφύλαξ]], [[χορτοφύλαξ]], [[χρεωφύλαξ]], [[χρηματοφύλαξ]], [[χρησμοφύλαξ]], [[χρυσοφύλαξ]], [[χωματοφύλαξ]], [[ωνοφύλαξ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ακτοφύλακας]], [[αλατοφύλακας]], [[αλσοφύλακας]], [[αρχαιοφύλακας]], <i>αρχιλιμενοφύλακας</i>, [[αστυφύλακας]], [[δακτυλοφύλακας]], [[δασοφύλακας]], <i>εμπροσθοφύλακας</i>, [[θεματοφύλακας]], [[καστροφύλακας]], [[σταβλοφύλακας]], [[τελωνοφύλακας]], [[τερματοφύλακας]], [[υποθηκοφύλακας]], [[φαροφύλακας]]].
}}
}}