χραύω: Difference between revisions

3,880 bytes added ,  29 September 2017
46
(Autenrieth)
(46)
Line 18: Line 18:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=aor. subj. χραύσῃ: [[scratch]], [[graze]], [[wound]] [[slightly]], Il. 5.138†.
|auten=aor. subj. χραύσῃ: [[scratch]], [[graze]], [[wound]] [[slightly]], Il. 5.138†.
}}
{{grml
|mltxt=ΜΑ<br />(<b>ποιητ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> [[αγγίζω]] [[ελαφρά]]<br /><b>2.</b> [[τραυματίζω]] [[ελαφρά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δυσερμήνευτος ρηματ. τ., ο [[οποίος]] απαντά μόνο σύνθ. (<b>πρβλ.</b> πρτ. <i>ἐν</i>-<i>έχρανε</i>), [[καθώς]] και σε ορισμένους τ. μτχ. (<b>πρβλ.</b> <i>χραυόμενον</i> / <i>χραυζόμενον</i>) και αορ. (<b>πρβλ.</b> τους τ. του <b>Ησύχ.</b> <i>ἔχραυσεν</i><br /><i>ἐπέτυχεν</i> και <i>χραῦσαι</i><br /><i>καταξῦσαι</i>, <i>χρᾶναι</i>, <i>σκιάσαι</i>, <i>γράψαι</i>, <i>ἐπιτυχεῖν</i>) και ο [[οποίος]] εμφανίζει τις σημ. «[[συναντώ]], [[αγγίζω]], [[γειτονεύω]], βρίσκομαι σε [[επαφή]]», σημ. οι οποίες έχουν προέλθει από τη γενική [[έννοια]] της [[επαφής]], από όπου μπορεί να δικαιολογηθεί και η σημ. «[[αγγίζω]], [[τραυματίζω]] [[ελαφρά]]» ενός επικού τ. αορ. <i>ἔχραον</i>, <i>χραεῖν</i> (<b>βλ. λ.</b> <i>χρῶ</i>, -<i>άω</i> [Ι]), ο [[οποίος]] συνδέεται από πολλούς μελετητές με το ρ. [[χραύω]]. Σύμφωνα με την [[άποψη]] αυτή, οι τ. [[χραύω]] (<span style="color: red;"><</span> <i>χραFω</i>) και <i>χραεῖν</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>χραFειν</i>) μπορούν να συνδεθούν με τα λατ. (<i>in</i>)-<i>gruo</i> «επιτίθεμαι» και (<i>con</i>)-<i>gruo</i> «[[συναντώ]]» και με τα λιθουαν. <i>griauju</i>, <i>griauti</i> «[[συντρίβω]], [[βροντώ]]», <i>griųvu</i>, <i>gri</i><i>ū</i><i>ti</i> «[[καταρρέω]]» και να αναχθούν σε μια [[ρίζα]] <i>ghr</i><i>ē</i><i>u</i>- «[[τρίβω]] με [[δύναμη]], [[θρυμματίζω]]», [[παρά]] το δυσερμήνευτο -<i>α</i>- που εμφανίζουν (<b>πρβλ.</b> [[θραύω]]). Οι τ. [[χραύω]], <i>χραεῖν</i>, αν δεχτεί [[κανείς]] ότι αυτοί συνδέονται [[μεταξύ]] τους, [[κατά]] την επικρατέστερη [[άποψη]] [[είναι]] συγγενείς και με τους τ. [[χραίνω]] (για τη [[σχέση]] του τ. [[χραύω]], σχηματισμένου από θ. επεκτεταμένο με -<i>ν</i>-, και του [[χραίνω]], <b>πρβλ.</b> το [[ζεύγος]] <i>ξύω</i>: [[ξαίνω]]) και [[χρίω]] (για το [[ζεύγος]] [[χραύω]]: [[χρίω]], <b>πρβλ.</b> <i>χναυω</i>: [[χνίω]]). Εξάλλου, έχει προταθεί η [[αναγωγή]] τών τ. αυτών σε μια γενική [[μορφή]] ρίζας <i>gher</i>- «[[τρίβω]] με [[δύναμη]]», από την οποία προήλθαν οι μορφές: <i>ghreu</i>- του [[χραύω]] (με [[επέκταση]] -<i>F</i>-) και <i>ghrei</i>- του [[χρίω]] (με [[επέκταση]] -<i>i</i>-), [[άποψη]], όμως, που παραμένει υποθετική και ανεπιβεβαίωτη. Τέλος, έχει διατυπωθεί και η [[υπόθεση]] ότι ο αόρ. <i>χραεῖν</i> ανάγεται σε [[ρίζα]] <i>ghreu</i>- «[[ορμώ]] [[πάνω]] σε [[κάτι]], γκρεμίζομαι», [[χωρίς]] να [[είναι]] δυνατόν να εξακριβωθεί αν αυτή συνδέεται ή όχι με τη [[ρίζα]] <i>ghreu</i>- του [[χραύω]]].
}}
}}