λικμός: Difference between revisions

23
(23)
(23)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />van, pelle à vanner.<br />'''Étymologie:''' DELG terme techn. très déformé.
|btext=οῦ (ὁ) :<br />van, pelle à vanner.<br />'''Étymologie:''' DELG terme techn. très déformé.
}}
{{grml
|mltxt=[[λικμός]], ὁ (Α)<br />το [[λίκνον]], το φαρδύ [[κάνιστρο]] που χρησιμοποιούνταν για το [[λίχνισμα]] του σίτου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητ. παρ. του <i>λικμῶ</i>].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λικμός]], ὁ (Α)<br />το [[λίκνον]], το φαρδύ [[κάνιστρο]] που χρησιμοποιούνταν για το [[λίχνισμα]] του σίτου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητ. παρ. του <i>λικμῶ</i>].
|mltxt=[[λικμός]], ὁ (Α)<br />το [[λίκνον]], το φαρδύ [[κάνιστρο]] που χρησιμοποιούνταν για το [[λίχνισμα]] του σίτου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητ. παρ. του <i>λικμῶ</i>].
}}
}}