ἄθυμος: Difference between revisions

2
(big3_2)
(2)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=(ἄθῡμος) -ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[desanimado]], [[desalentado]], [[decaído]] ἀσκελέες καὶ ἄ. <i>Od</i>.10.463, ὡς ἄ. εἰσελήλυθας S.<i>OT</i> 319, ποεῖ μ' ἄθυμον Ar.<i>Lys</i>.709, στράτευμα Aen.Tact.26.8, εἴ τις ἄθυμότερος ἦν πρὸς τὴν ἀνάβασιν X.<i>An</i>.1.4.9, cf. Hp.<i>Epid</i>.3.17.2, Men.<i>Fr</i>.336.2, Philostr.<i>Im</i>.1.4.1.<br /><b class="num">2</b> [[pusilánime]], [[sin valor guerrero]] κακὸς καὶ ἄ. Hdt.7.11, οὐ τοῖς ἀθύμοις ἡ τύχη ξυλλαμβάνει S.<i>Fr</i>.927, cf. A.<i>Th</i>.616, Pl.<i>R</i>.456a, de pueblos asiáticos, Arist.<i>Pol</i>.1327<sup>b</sup>28.<br /><b class="num">II</b> [[que acaba con el valor]], [[desalentador]] ὁδοὺς ἀθύμους ... τιθέντες A.<i>Eu</i>.770.<br /><b class="num">III</b> adv. -ως [[desanimadamente]], [[sin ánimos]] ἀ. πρὸς τὸ [[δεῖπνον]] ἔχειν X.<i>HG</i> 4.5.4, cf. Isoc.3.58, ἀ. διάγειν X.<i>Cyr</i>.3.1.24, compar. ἀθυμοτέρως διάγειν Isoc.4.116, πρὸς τὴν ἐπιβολὴν ἀ. διέκειτο Plb.4.81.8.
|dgtxt=(ἄθῡμος) -ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[desanimado]], [[desalentado]], [[decaído]] ἀσκελέες καὶ ἄ. <i>Od</i>.10.463, ὡς ἄ. εἰσελήλυθας S.<i>OT</i> 319, ποεῖ μ' ἄθυμον Ar.<i>Lys</i>.709, στράτευμα Aen.Tact.26.8, εἴ τις ἄθυμότερος ἦν πρὸς τὴν ἀνάβασιν X.<i>An</i>.1.4.9, cf. Hp.<i>Epid</i>.3.17.2, Men.<i>Fr</i>.336.2, Philostr.<i>Im</i>.1.4.1.<br /><b class="num">2</b> [[pusilánime]], [[sin valor guerrero]] κακὸς καὶ ἄ. Hdt.7.11, οὐ τοῖς ἀθύμοις ἡ τύχη ξυλλαμβάνει S.<i>Fr</i>.927, cf. A.<i>Th</i>.616, Pl.<i>R</i>.456a, de pueblos asiáticos, Arist.<i>Pol</i>.1327<sup>b</sup>28.<br /><b class="num">II</b> [[que acaba con el valor]], [[desalentador]] ὁδοὺς ἀθύμους ... τιθέντες A.<i>Eu</i>.770.<br /><b class="num">III</b> adv. -ως [[desanimadamente]], [[sin ánimos]] ἀ. πρὸς τὸ [[δεῖπνον]] ἔχειν X.<i>HG</i> 4.5.4, cf. Isoc.3.58, ἀ. διάγειν X.<i>Cyr</i>.3.1.24, compar. ἀθυμοτέρως διάγειν Isoc.4.116, πρὸς τὴν ἐπιβολὴν ἀ. διέκειτο Plb.4.81.8.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἄθῡμος:''' -ον, <b class="num">1.</b> [[άτολμος]], [[λιπόψυχος]], σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ.· [[ἄθυμος]] [[εἶναι]] [[πρός]] τι, δεν έχω το [[σθένος]], τη [[δύναμη]], την [[ψυχή]], την «[[καρδιά]]» για [[κάτι]], σε Ξεν.· παρομοίως και επίρρ.· [[ἀθύμως]] ἔχειν [[πρός]] τι, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[χωρίς]] [[πάθη]], σε Πλάτ.
}}
}}