ἀκάκης: Difference between revisions

2
(2)
(2)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀκάκης]] και Δωρικά <i>ἀκάκας</i>, ο (Α)<br />[[άκακος]], [[αθώος]], [[πράος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για αρχαιότερο του [[ἄκακος]] τύπο επιθέτου σε <i>ᾱ</i> / <i>η</i> (<i>ἀκάκᾱς</i> / [[ἀκάκης]]), που δεν προήλθε από μεταπλασμό του [[ἄκακος]] για μετρικούς λόγους, [[αλλά]] αποτελούσε [[μάλλον]] όρο της τελετουργικής γλώσσας. Πρβλ. και τους συναφείς τύπους [[ἀκάκητα]], <i>Ἀκακήσιος</i>].
|mltxt=[[ἀκάκης]] και Δωρικά <i>ἀκάκας</i>, ο (Α)<br />[[άκακος]], [[αθώος]], [[πράος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για αρχαιότερο του [[ἄκακος]] τύπο επιθέτου σε <i>ᾱ</i> / <i>η</i> (<i>ἀκάκᾱς</i> / [[ἀκάκης]]), που δεν προήλθε από μεταπλασμό του [[ἄκακος]] για μετρικούς λόγους, [[αλλά]] αποτελούσε [[μάλλον]] όρο της τελετουργικής γλώσσας. Πρβλ. και τους συναφείς τύπους [[ἀκάκητα]], <i>Ἀκακήσιος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀκάκης:''' Δωρ. [[ἀκάκας]], [ᾰκᾰκ] <i>ὁ</i>, ποιητ. αντί [[ἄκακος]], σε Αισχύλ.
}}
}}