ἀκρατής: Difference between revisions

2
(2)
(2)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (Α [[ἀκρατής]])<br />(με ηθ. σημ.) αυτός που δεν μπορεί να συγκρατήσει τα [[πάθη]] του, να επιβληθεί στον εαυτό του, [[ασυγκράτητος]], [[έκλυτος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[δίχως]] σωματική [[δύναμη]], [[αδύναμος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν έχει [[εξουσία]], [[επιβολή]] [[πάνω]] σε [[κάτι]]<br /><b>3.</b> αυτός που δεν κρατά το [[μέτρο]] στη [[χρήση]] ενός πράγματος, [[αχαλίνωτος]]<br /><b>4.</b> (για πράγματα) ο [[χωρίς]] έλεγχο ή [[μέτρο]], [[ανεξέλεγκτος]], [[άμετρος]]<br /><b>5.</b> <b>(Νομ.)</b> ο [[άκυρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> -<i>κρατὴς</i> <span style="color: red;"><</span> [[κράτος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ακράτεια]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ἀκρατεύομαι]], [[ἀκρατόεις]], <i>ἀκρατῶ</i><br /><b>μσν.</b><br />[[ἀκρατοσύνη]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀκρατόγελως]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[ἀκρατοπότης]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ἀκρατόστομος]], [[ἀκρατόφρων]].
|mltxt=-ές (Α [[ἀκρατής]])<br />(με ηθ. σημ.) αυτός που δεν μπορεί να συγκρατήσει τα [[πάθη]] του, να επιβληθεί στον εαυτό του, [[ασυγκράτητος]], [[έκλυτος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[δίχως]] σωματική [[δύναμη]], [[αδύναμος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν έχει [[εξουσία]], [[επιβολή]] [[πάνω]] σε [[κάτι]]<br /><b>3.</b> αυτός που δεν κρατά το [[μέτρο]] στη [[χρήση]] ενός πράγματος, [[αχαλίνωτος]]<br /><b>4.</b> (για πράγματα) ο [[χωρίς]] έλεγχο ή [[μέτρο]], [[ανεξέλεγκτος]], [[άμετρος]]<br /><b>5.</b> <b>(Νομ.)</b> ο [[άκυρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> -<i>κρατὴς</i> <span style="color: red;"><</span> [[κράτος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ακράτεια]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ἀκρατεύομαι]], [[ἀκρατόεις]], <i>ἀκρατῶ</i><br /><b>μσν.</b><br />[[ἀκρατοσύνη]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀκρατόγελως]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[ἀκρατοπότης]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ἀκρατόστομος]], [[ἀκρατόφρων]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀκρᾰτής:''' -ές (α στερητικό [[κράτος]]),<br /><b class="num">I.</b> [[ανίσχυρος]], [[αδύναμος]], [[άτονος]], εξασθενημένος, σε Σοφ.<br /><b class="num">II. 1.</b> με γεν. πράγμ., αυτός που δεν έχει [[δύναμη]], [[εξουσία]] ή [[επιβολή]] σε [[κάτι]], Λατ. [[impotens]], <i>γλώσσης</i>, σε Αισχύλ.· <i>ὀργῆς</i>, σε Θουκ.· επίσης, [[ακρατής]], [[έκλυτος]] στην [[χρήση]] ενός πράγματος, <i>οἴνου</i>, σε Ξεν., Αριστ.· <i>περὶ τὰ πόματα</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> απόλ., αυτός που δεν μπορεί να επιβληθεί στον εαυτό του (στα [[πάθη]] του), [[αχαλίνωτος]], Λατ. [[impotens]] [[sui]], στον ίδ.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για πράγματα, [[άμετρος]], [[υπέρμετρος]], [[υπερβολικός]], [[παράλογος]], [[δαπάνη]], σε Ανθ.
}}
}}