ἀκέλευστος: Difference between revisions

2
(2)
(2)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκέλευστος]], -ον) [[κελεύω]]<br />αυτός που δεν έχει προσταχθεί, (<b>μσν. νεοελλ.</b>) [[εκείνος]] που δεν έχει κελευσθεί, δεν έχει χειροτονηθεί σε ιερατικό [[αξίωμα]].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκέλευστος]], -ον) [[κελεύω]]<br />αυτός που δεν έχει προσταχθεί, (<b>μσν. νεοελλ.</b>) [[εκείνος]] που δεν έχει κελευσθεί, δεν έχει χειροτονηθεί σε ιερατικό [[αξίωμα]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀκέλευστος:''' -ον, αυτός που δεν διατάχθηκε, σε Τραγ., Πλάτ.
}}
}}