3,274,913
edits
(2) |
(2) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές (Α [[ἀκριβής]])<br /><b>1.</b> αυτός που εκτελείται ή συντελείται με [[τελειότητα]] και με [[κάθε]] [[λεπτομέρεια]], ο [[χωρίς]] ελλείψεις, ο [[σωστός]], ο [[αλάνθαστος]]<br /><b>2.</b> αυτός που ανταποκρίνεται, που συμφωνεί με παραδεδεγμένο [[πρότυπο]] ή προκαθορισμένους όρους<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για πρόσωπα)<br /><b>1.</b> αυτός που εκτελεί ή λέει [[κάτι]] με [[ακρίβεια]], προσέχοντας τις λεπτομέρειες και φροντίζοντας για την [[τελειότητα]]<br /><b>2.</b> αυτός που τηρεί τις υποχρεώσεις του, [[τακτικός]], [[συνεπής]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που επανέρχεται με [[ακρίβεια]], σε κανονικά διαστήματα, [[περιοδικός]], [[κανονικός]]<br /><b>2.</b> [[αυστηρός]], [[αδέκαστος]]<br /><b>3.</b> [[φειδωλός]], [[οικονόμος]]<br /><b>4.</b> [[μετρημένος]], [[λιτός]]<br /><b>5.</b> αυτός που η ιδιότητά του ανταποκρίνεται στο πραγματικό [[νόημα]] της λέξης, [[κυριολεκτικός]], [[πραγματικός]], [[εξαίρετος]], [[ευσυνείδητος]]<br /><b>6.</b> (ως όρος της Αστρονομίας) [[αληθινός]], σε αντίθ. με το [[φαινόμενος]]<br /><b>7.</b> (για επιχειρήματα) [[λογικός]], [[εύστοχος]]<br /><b>8.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἀκριβές</i><br />η [[ακρίβεια]]<br /><b>9.</b> «ἀκριβὴς τοῑς ὄμμασι», αυτός που έχει οξύτατη όραση<br /><b>10.</b> <b>επίρρ.</b> <i>ἀκριβῶς</i><br />α) με [[ακρίβεια]], με [[πιστότητα]]<br />β) με [[φειδώ]], με [[μέτρο]]<br />γ) με λεπτομέρειες, εξονυχιστικά (σε [[αντίθεση]] με τα [[ἁπλῶς]] και <i>τύπῳ</i> (= σε γενικές γραμμές).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ. της αττικής [[κυρίως]] πεζογραφίας, η οποία πέρασε και στην επιστημονική [[ορολογία]], όπου χρησιμοποιήθηκε [[επίσης]] ως [[χαρακτηρισμός]] του λογοτεχνικού ύφους. Ετυμολογικά η λ. [[είναι]] αβέβαιης προέλευσης. Πιθανότερη θεωρείται η [[άποψη]] [[κατά]] την οποία το επίθ. [[ακριβής]] [[είναι]] σύνθ. από το επίθ. [[ἄκρος]] και το ρ. [[εἴβω]] ([[παράλληλος]] τ. του ρ. [[λείβω]]) «[[στάζω]]». Σύμφωνα με την [[άποψη]] αυτή η λ. θα προήλθε από αρχικό τ. <i>ἀκρ</i>-<i>ειβὴς</i> με γιωτακισμό ([[τροπή]] του -<i>ει</i>- σε -<i>ι</i>-, <b>[[πρβλ]].</b> και <i>εἵμα</i>- [[ἱμάτιον]]). Το επίθ. αρχικά θα σήμαινε «αυτός που στάζει στο [[άκρο]], στο ανώτατό του [[τμήμα]]». Επομένως «ο [[γεμάτος]] [[μέχρι]] τα [[άκρα]]» και κατ’ [[επέκταση]] «[[ακριβής]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ακρίβεια]], [[ακριβεύω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ἀκριβάζω]]<br />(<b>αρχ. μσν.</b>) <i>ἀκριβῶ</i><br /><b>μσν.</b><br />[[ἀκριβεστέρως]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[ακριβολόγος]], [[ακριβοδίκαιος]], [[επακριβής]], [[υπερακριβής]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ἐθελακριβής]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ἀκριβόλεκτος]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[ανακριβής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ακριβομέτρης]], [[ακριβόμετρο]]. Βλ. και [[λήμμα]] <i>ακ</i>-]. | |mltxt=-ές (Α [[ἀκριβής]])<br /><b>1.</b> αυτός που εκτελείται ή συντελείται με [[τελειότητα]] και με [[κάθε]] [[λεπτομέρεια]], ο [[χωρίς]] ελλείψεις, ο [[σωστός]], ο [[αλάνθαστος]]<br /><b>2.</b> αυτός που ανταποκρίνεται, που συμφωνεί με παραδεδεγμένο [[πρότυπο]] ή προκαθορισμένους όρους<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για πρόσωπα)<br /><b>1.</b> αυτός που εκτελεί ή λέει [[κάτι]] με [[ακρίβεια]], προσέχοντας τις λεπτομέρειες και φροντίζοντας για την [[τελειότητα]]<br /><b>2.</b> αυτός που τηρεί τις υποχρεώσεις του, [[τακτικός]], [[συνεπής]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που επανέρχεται με [[ακρίβεια]], σε κανονικά διαστήματα, [[περιοδικός]], [[κανονικός]]<br /><b>2.</b> [[αυστηρός]], [[αδέκαστος]]<br /><b>3.</b> [[φειδωλός]], [[οικονόμος]]<br /><b>4.</b> [[μετρημένος]], [[λιτός]]<br /><b>5.</b> αυτός που η ιδιότητά του ανταποκρίνεται στο πραγματικό [[νόημα]] της λέξης, [[κυριολεκτικός]], [[πραγματικός]], [[εξαίρετος]], [[ευσυνείδητος]]<br /><b>6.</b> (ως όρος της Αστρονομίας) [[αληθινός]], σε αντίθ. με το [[φαινόμενος]]<br /><b>7.</b> (για επιχειρήματα) [[λογικός]], [[εύστοχος]]<br /><b>8.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἀκριβές</i><br />η [[ακρίβεια]]<br /><b>9.</b> «ἀκριβὴς τοῑς ὄμμασι», αυτός που έχει οξύτατη όραση<br /><b>10.</b> <b>επίρρ.</b> <i>ἀκριβῶς</i><br />α) με [[ακρίβεια]], με [[πιστότητα]]<br />β) με [[φειδώ]], με [[μέτρο]]<br />γ) με λεπτομέρειες, εξονυχιστικά (σε [[αντίθεση]] με τα [[ἁπλῶς]] και <i>τύπῳ</i> (= σε γενικές γραμμές).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ. της αττικής [[κυρίως]] πεζογραφίας, η οποία πέρασε και στην επιστημονική [[ορολογία]], όπου χρησιμοποιήθηκε [[επίσης]] ως [[χαρακτηρισμός]] του λογοτεχνικού ύφους. Ετυμολογικά η λ. [[είναι]] αβέβαιης προέλευσης. Πιθανότερη θεωρείται η [[άποψη]] [[κατά]] την οποία το επίθ. [[ακριβής]] [[είναι]] σύνθ. από το επίθ. [[ἄκρος]] και το ρ. [[εἴβω]] ([[παράλληλος]] τ. του ρ. [[λείβω]]) «[[στάζω]]». Σύμφωνα με την [[άποψη]] αυτή η λ. θα προήλθε από αρχικό τ. <i>ἀκρ</i>-<i>ειβὴς</i> με γιωτακισμό ([[τροπή]] του -<i>ει</i>- σε -<i>ι</i>-, <b>[[πρβλ]].</b> και <i>εἵμα</i>- [[ἱμάτιον]]). Το επίθ. αρχικά θα σήμαινε «αυτός που στάζει στο [[άκρο]], στο ανώτατό του [[τμήμα]]». Επομένως «ο [[γεμάτος]] [[μέχρι]] τα [[άκρα]]» και κατ’ [[επέκταση]] «[[ακριβής]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ακρίβεια]], [[ακριβεύω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ἀκριβάζω]]<br />(<b>αρχ. μσν.</b>) <i>ἀκριβῶ</i><br /><b>μσν.</b><br />[[ἀκριβεστέρως]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[ακριβολόγος]], [[ακριβοδίκαιος]], [[επακριβής]], [[υπερακριβής]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ἐθελακριβής]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ἀκριβόλεκτος]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[ανακριβής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ακριβομέτρης]], [[ακριβόμετρο]]. Βλ. και [[λήμμα]] <i>ακ</i>-]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀκρῑβής:''' -ές,<br /><b class="num">I.</b> [[ακριβής]], [[λεπτομερής]], [[ακριβολόγος]], φτιαγμένος ή [[καμωμένος]] [[ορθά]], με [[ακρίβεια]], σε Ευρ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[ακριβής]], [[ακριβολόγος]], [[αυστηρός]], [[ολοκληρωμένος]], [[πλήρης]], [[τέλειος]], σε Θουκ. κ.λπ.· [[ιδίως]], [[μέχρι]] υπερβολής [[ακριβής]], [[λεπτολόγος]], [[σχολαστικός]], [[ακριβολόγος]], [[τυπικός]], [[περίεργος]], σε Πλάτ.· τὸ ἀκριβές = [[ἀκρίβεια]], σε Θουκ.· επίρρ. <i>-βῶς</i>, [[λεπτομερώς]], με [[ακρίβεια]], σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[φειδωλός]], [[λιτός]], σε Μένανδρ. (αμφίβ. προέλ.). | |||
}} | }} |