ἀκίχητος: Difference between revisions

2
(2)
(2)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀκίχητος]], -ον (Α) [[κιχάνω]]<br /><b>1.</b> [[ακατόρθωτος]]<br /><b>2.</b> [[άκαμπτος]], [[σκληρός]], [[απρόσιτος]].
|mltxt=[[ἀκίχητος]], -ον (Α) [[κιχάνω]]<br /><b>1.</b> [[ακατόρθωτος]]<br /><b>2.</b> [[άκαμπτος]], [[σκληρός]], [[απρόσιτος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀκίχητος:''' [ῐ], -ον ([[κιχάνω]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που δεν φθάνεται, [[ανέφικτος]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πρόσωπα, αυτός που δεν προσεγγίζεται με ικεσίες ή παρακλήσεις, [[αμείλικτος]], [[σκληρός]], σε Αισχύλ.
}}
}}