ἀλητεύω: Difference between revisions

2
(2)
(2)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α [[ἀλητεύω]])<br />(με μειωτική [[σημασία]]) περιπλανιέμαι [[συνεχώς]] και άσκοπα στους δρόμους, ζω και [[συμπεριφέρομαι]] σαν [[αλήτης]]<br /><b>αρχ.</b><br />περιπλανιέμαι, περιφέρομαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀλήτης]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αλητεία]]].
|mltxt=(Α [[ἀλητεύω]])<br />(με μειωτική [[σημασία]]) περιπλανιέμαι [[συνεχώς]] και άσκοπα στους δρόμους, ζω και [[συμπεριφέρομαι]] σαν [[αλήτης]]<br /><b>αρχ.</b><br />περιπλανιέμαι, περιφέρομαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἀλήτης]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αλητεία]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀλητεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, περιπλανιέμαι, περιφέρομαι, λέγεται για επαίτες, ζητιάνους, σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για εξόριστους, σε Ευρ.
}}
}}