3,274,873
edits
(2) |
(2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκατάβλητος]], -ον) [[καταβάλλω]]<br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που [[κανείς]] δεν μπορεί να τον καταβάλει, να τον ρίξει [[κάτω]], [[ακαταμάχητος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν έχει καταβληθεί, δεν έχει εξασθενήσει, ο [[ακμαίος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν έχει καταβληθεί, δεν έχει εξοφληθεί<br />«ακατάβλητοι τόκοι». | |mltxt=-η, -ο (Α [[ἀκατάβλητος]], -ον) [[καταβάλλω]]<br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που [[κανείς]] δεν μπορεί να τον καταβάλει, να τον ρίξει [[κάτω]], [[ακαταμάχητος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν έχει καταβληθεί, δεν έχει εξασθενήσει, ο [[ακμαίος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που δεν έχει καταβληθεί, δεν έχει εξοφληθεί<br />«ακατάβλητοι τόκοι». | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀκατάβλητος:''' -ον ([[καταβάλλω]]), αυτός που δεν ανατρέπεται, που δεν μπορεί να αμφισβητηθεί, [[αδιάψευστος]], ακατάρριπτος, [[αναντίρρητος]], σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |