ἀμυνάθω: Difference between revisions

2
(3)
(2)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀμυνάθω]] (Α)<br />Ι. <b>ενεργ.</b> [[υπερασπίζω]], [[βοηθώ]]<br />ΙΙ. <b>μέσ.</b><br /><b>1.</b> [[υπερασπίζω]] τον εαυτό μου, [[αποκρούω]] [[επίθεση]]<br /><b>2.</b> [[παίρνω]] [[εκδίκηση]], εκδικούμαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ενεστώτας που θεωρήθηκε από τους γραμματικούς ως παρεκτεταμένος τ. του ρ. [[ἀμύνω]]. Οπωσδήποτε αυτός και οι συναφείς τύποι που παραδίδονται [[είναι]] προτιμότερο να εκληφθούν ότι ανήκουν στον αόρ. <i>ἠμύναθον</i> ([[υποτακτική]] [[ἀμυνάθω]])].
|mltxt=[[ἀμυνάθω]] (Α)<br />Ι. <b>ενεργ.</b> [[υπερασπίζω]], [[βοηθώ]]<br />ΙΙ. <b>μέσ.</b><br /><b>1.</b> [[υπερασπίζω]] τον εαυτό μου, [[αποκρούω]] [[επίθεση]]<br /><b>2.</b> [[παίρνω]] [[εκδίκηση]], εκδικούμαι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ενεστώτας που θεωρήθηκε από τους γραμματικούς ως παρεκτεταμένος τ. του ρ. [[ἀμύνω]]. Οπωσδήποτε αυτός και οι συναφείς τύποι που παραδίδονται [[είναι]] προτιμότερο να εκληφθούν ότι ανήκουν στον αόρ. <i>ἠμύναθον</i> ([[υποτακτική]] [[ἀμυνάθω]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀμυνάθω:''' [α]=[[ἀμύνω]], ἀμῡνάθω[ᾰ][[ἀμύνω]]·[[αλλά]] οι τύποι που του αποδίδονται, ανήκουν σ' έναν αόρ. βʹ <i>ἠμύνᾰθον</i>, (πρβλ. [[διωκάθω]], [[εἰκαθεῖν]], [[ἐργαθεῖν]], [[σχέθω]])· το απαρ. [[επομένως]] είναι <i>ἀμυναθεῖν</i> (όχι <i>-άθειν</i>), Μέσ. προστ. <i>ἀμυναθοῦ</i> (όχι <i>-άθου</i>)<i>:</i> υπερασπίζομαι, [[βοηθώ]], συνδράμω, με δοτ., σε Ευρ., Αριστοφ. — Μέσ., αποδιώχνω, [[απομακρύνω]] από εμένα, [[απωθώ]], <i>ψόγον</i>, σε Αισχύλ.· [[παίρνω]] [[εκδίκηση]] για κάποιον, <i>τινα</i>.
}}
}}